Θα μπορούσε κανείς να τους φανταστεί να απολαμβάνουν όλα όσα προσέφερε η δεκαετία του ’90, στα συγκροτήματα της punk rock σκηνής, που έβλεπαν τα όνειρά τους να σπιθοβολούν και να γιγαντώνονται. Οι The Overjoyed όμως, διοχετεύουν τη νοσταλγία του χθες στο σήμερα και αγαπούν να μιλούν για όσα το αφορούν. Μπορεί η καθημερινότητα ορισμένες φορές να φαντάζει δυστοπική, καθιστώντας τους περισσότερο «πεσιμιστές», με αποτέλεσμα ο ρομαντισμός τους στιχουργικά να οπισθοχωρεί, ωστόσο υπόσχονται, πως οι μελωδικές τους γραμμές με τα pop και skate punk στοιχεία, θα συνεχίσουν να υπάρχουν, ακόμη κι αν κάποιοι προσπαθούν να μας πείσουν πως δεν έχουν θέση μέσα στο κυρίαρχο, σκληρό, «γηπεδικό» punk rock περιβάλλον.
Σε ένα αρκετά οικείο και για τους δυο μας μέρος, συναντώ τον Leo, frontman των Overjoyed, στο White Monkey στο Χαλάνδρι, λίγο πριν την εμφάνισή τους στο New Long Festival, το Σάββατο 20 Ιουλίου. Τη συνέντευξη «κατοχυρώνει» μία φιλική συζήτηση, που δίνει αβίαστα το έναυσμα για την πρώτη μου ερώτηση:
«Εστιάζοντας κάποιος στους στίχους σας, παρατηρεί πως οι υπαρξιακές αγωνίες κατέχουν κεντρική θέση. Ωστόσο, τα video clips των κομματιών σας έχουν μία ιδιαίτερα χιουμοριστική κι ανέμελη αισθητική. Τι θέλετε να πετύχετε μέσα από αυτή την ενδιαφέρουσα αντίθεση;», τον ρωτώ.
«Η ιδέα του ονόματος Overjoyed, προέκυψε στο Γυμνάσιο. Τότε ήμασταν πραγματικά τα ανέμελα εκείνα παιδιά, που ξεκίνησαν να παίζουν μουσική. Όλα φάνταζαν ωραία, κάναμε τις πρόβες μας, παίζαμε τις διασκευές μας, δημιουργούσαμε σιγά, σιγά τα δικά μας κομμάτια. Όσο περνούσε όμως ο καιρός, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι το όνομά μας δεν ανταποκρινόταν ούτε στους ενήλικες χαρακτήρες μας, ούτε στους στίχους που δημιουργούσα, ούτε σ’ αυτά με τα οποία καταπιανόμουν. Πάντα μου άρεσε η χαρούμενη μουσική, κάτι που συνεχίζει να υφίσταται σε αντίθεση με τους στίχους μας. Για την ακρίβεια, επικρατεί η χαρμολύπη. Μέσα μας δεν είναι τόσο ανέμελα τα πράγματα πια. Ο τρόπος με τον οποίο ζω πλέον και επειδή οι στίχοι μου είναι βιωματικοί, δεν μου επιτρέπει να γράφω χαρούμενους στίχους».
Στη συνέχεια, ο Leo μου εξηγεί, πως, όσο μηδενιστικό κι αν ακούγεται, ο ρομαντισμός, που τους χαρακτήριζε ως έφηβους, ακούγοντας κιόλας οι ίδιοι punk rock, μία μουσική την οποία αν αφουγκραστείς ως έφηβος είναι πολύ ρομαντική, ακόμη κι αν λόγω του γρήγορου ρυθμού της μοιάζει με «φασαρία» στ’ αυτιά κάποιων, δεν βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο. «Αυτό που παραμένει όμως αναλλοίωτο, είναι ο ρομαντισμός του να είμαστε όλοι μαζί σε ένα live, να τραγουδάμε το ρεφρέν που σημαίνει κάτι για ‘μας. Αυτό το έζησα πολλές φορές κι όντας μικρός, όταν πήγαινα σε live. Γι’ αυτό αγαπώ τη μουσική. Το πρώτο punk rock live στο οποίο θυμάμαι να είχα πάει, ήταν στους «Ομίχλη», αρκετά πιο σκληρή punk rock μπάντα βέβαια από ‘μας. Το πρώτο live στο οποίο γενικώς πήγα, ήταν στους Pearl Jam μαζί με τον μπαμπά μου, όταν πήγαινα Δημοτικό. Ακολούθησαν οι Iron Maiden, οι Linkin Park, οι Tool, οι Evanescence.»
«Θυμάμαι μάλιστα να λέω στον μπαμπά μου: “Μπαμπά ακούω metal, θέλω να μου πάρεις CD”, κι έτσι πήγαμε στο δισκάδικο και αγοράσαμε το “10000 Days” των Tool. Πήραμε κι ένα HIM (guilty pleasure, μου λέει γελώντας). Ο ρομαντισμός μας ξεκίνησε επίσης να φεύγει όταν μπήκαμε στη σκηνή και γνωρίσαμε ανθρώπους, που είχαμε ψηλά και αρχίσαμε να τους απομυθοποιούμε. Βλέπεις ότι είναι άνθρωποι σαν κι εσένα, κάνουν λάθη, έχουν τις περιέργειές τους».

Συζητώντας για το τι μεσολάβησε από την κυκλοφορία του ντεμπούτου τους “Boomdoggle”, μέχρι εκείνη του δεύτερου album τους “Aced Out”, ο Leo μου εξηγεί πως: «Το πρώτο album αποτελείται περισσότερο από κομμάτια που γράφτηκαν στο Λύκειο και λίγο μετά από αυτό, δεν είχαν συγκεκριμένη περίοδο δημιουργίας. Τότε, υπερίσχυαν ακόμη τα χαρούμενα στιχουργικά κομμάτια. Όλοι τραβάμε τα ζόρια μας πλέον και όποιος θέλει το μεταβιβάζει αυτό και στην τέχνη του. Το δεύτερο εγχείρημά μας, απευθύνεται σε μία μικρότερη περίοδο της ζωής μου και ελπίζω πως όποιος διαβάζει τους στίχους, μπορεί να καταλάβει περίπου τι βίωνα τότε. Όλα ενώνονται μεταξύ τους με κάποιον τρόπο στον δίσκο και μιλάνε για κάτι κοινό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του βιωματικού στοιχείου στους στίχους, αποτελεί η επανάληψη του “I” στα κομμάτια».
«Ναι, είναι προσωποκεντρικοί οι στίχοι, γιατί έχω αναλάβει το στιχουργικό κομμάτι στα τραγούδια μας. Για να γράψω πρέπει να υπάρχει έμπνευση. Όταν δεν υπάρχει, προτιμώ να πετάξω την κιθάρα και να κάνω κάτι άλλο, ωσότου συγκεντρώσω νέες εμπειρίες που θα μου δώσουν έμπνευση. Απ’ όταν προστέθηκε ο δεύτερος κιθαρίστας στη μπάντα, που είναι και φίλος μου, έχει ξεκινήσει μία συνεργατική διαδικασία. Εκείνου του αρέσουν οι μελωδίες, ο καθένας δίνει στο στοιχείο του στη μπάντα».
Δε θα μπορούσα να μην πιαστώ, από την ιδιαίτερα εύστοχη προσθήκη του hashtag, στο προ ολίγων ημερών οπτικοποιημένο single “#Beach” από το νέο πόνημα των Overjoyed. Όπως μου επιβεβαιώνει ο Leo, η χρήση του είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τη μάστιγα των social media στην εποχή μας. Η προσθήκη του, πραγματοποιήθηκε με αφορμή τον ειρωνικό χαρακτήρα του κομματιού απέναντι στο καλοκαίρι, το οποίο χωρίς φυσικά να το μισούν, τυγχάνει να έχει συνδεθεί με κάποια βιώματα του Leo. Το κομμάτι γράφτηκε τότε που είχε γυρίσει από ένα φεστιβάλ, όντας χωρισμένος και καταλήγοντας μόνος στην Αθήνα στα μέσα του Αυγούστου.«Είναι η στιγμή που θες να βρεθείς σε μία παραλία, αλλά επειδή μέσα σου δεν είσαι καλά, δεν έχεις τη διάθεση να το κάνεις και καταριέσαι οποιονδήποτε βρίσκεται εκεί και απολαμβάνει την τεμπελιά του καλοκαιριού. «Ζηλεύω» τους ανθρώπους που μπορούν να φύγουν για έναν μήνα, να κλείσουν το κινητό και απλά να αράξουν. Πλέον, λόγω δουλειάς, δυσκολεύομαι να το κάνω».
Αφορμώμενη από την περσόνα του Leo, που πλαισιώνει ιδανικά το ύφος της μουσικής τους, όπως σε λίγες περιπτώσεις συμβαίνει με frontmen της ελληνικής rock σκηνής, του ζητώ να μου πει την άποψή του σχετικά με το πόσο σημαντική είναι αυτή, για την εξάπλωση μίας μπάντας. «Μου αρέσει πολύ να βλέπω να παίρνει κάποιος τον χαρακτήρα του, να τον μεγεθύνει λιγάκι και να τον ενσωματώνει στην τέχνη του. Είναι ωραίο να βλέπεις απλούς, προσιτούς ανθρώπους σε μπάντες. Δεν είμαι υπέρ του επιτηδευμένου, του γυαλισμένου, γιατί όταν κάτι γίνεται με το ζόρι, συνήθως φαίνεται, είναι ψεύτικο».
«Στην βρετανική post punk σκηνή για παράδειγμα, που βρίσκεται στο προσκήνιο, η φάση φαίνεται πιο αληθινή και άμεση. Ο κόσμος έχει ανάγκη από κάτι πιο προσιτό, να ταυτιστεί με την περσόνα και τα βιώματά της. Υπάρχουν μπάντες όπως οι Idles, για τους οποίους ξέρεις ότι ο τραγουδιστής, όπως έχει πει και ο ίδιος, έχει όντως περάσει δύσκολα. Το μάτι του γυαλίζει και δεν το κάνει αυτός να γυαλίζει, σε αντίθεση με μπάντες που δημιουργούν ένα attitude “μαρκετινίστικα” επιτηδευμένο. Είναι σα να προσπαθούν να γυρίσουν πίσω στην εποχή που ο Cobain τα έσπαγε στη σκηνή, δεν έπαυε όμως να είναι ένας στ’ αλήθεια “trubled” άνθρωπος, τον οποίο όσο κι αν λατρεύουμε ως καλλιτέχνη, μπορεί αν τον γνωρίζαμε σε φιλικό επίπεδο να μην τον συμπαθούσαμε και καθόλου! Να λέγαμε, τι κάνει τώρα αυτός; Πλέον, με την έξαρση του Internet φτάνουν τόσα πράγματα αποσπασματικά στα μάτια μας, τόσες μπάντες στ’ αυτιά μας, που δεν υπάρχει πρόσφορο έδαφος για rock stars. Γίνονται όλα προσιτά και εύκολα. Ο καθένας μέσω του διαδικτύου μπορεί να θεοποιηθεί και να αποκτήσει αξία».
Στην ερώτησή μου, εάν θεωρεί πως οι ψυχολογικές μεταπτώσεις και οι έντονες ευαισθησίες, είναι συνιφασμένες με το καλλιτεχνικό προφίλ και δε, σε μία χώρα που δεν προσφέρει το γόνιμο έδαφος για να πάρουν σάρκα και οστά πολλά από τα όνειρα των εκπροσώπων της rock σκηνής, ο Leo μου λέει χαριτολογώντας, πως έχει περάσει η εποχή που πίστευε ότι θα γίνει ο Billy Joel στο Γυμνάσιο. Μπορεί να θυσιάζει μία σταθερή καριέρα, ωστόσο έχοντας τη δυνατότητα να αφήνει την κύρια δουλειά του, όταν πρόκειται να κάνουν ένα μεγάλο tour με τους Overjoyed, νιώθει πολύ τυχερός. Προκειμένου να επενδύσει στους στόχους της μπάντας, επιλέγει να θυσιάζει αρκετά πράγματα εντός της καθημερινότητας. Από τις εξόδους και τις διακοπές, μέχρι κάποιο καλύτερο σπίτι. Και θα το έκανε ακόμη κι αν δεν υπήρχε το στήριγμα της πρωινής, ευέλικτης μεν, αλλά κύριας δουλειάς του.
«Αν επένδυα σε μία καριέρα, δε θα είχα χρόνο να αφιερωθώ στην μπάντα. Σκέφτηκα ότι θα πάω 35, θα κάνω για 10 χρόνια αυτό το πράμα, μετά θα κοιτάζω πίσω και θα λέω ότι δεν έκανα αυτό που ήθελα τελικά στη μουσική. Είναι φορές που κυριαρχεί στο μυαλό μου το overthinking, σε σημείο αηδίας και άλλες που συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, στα όρια του νωχελισμού, της απάθειας. Θεωρώ λοιπόν ότι υπάρχει ευαισθησία στον κόσμο που ασχολείται με την τέχνη γενικότερα, είτε κάποιοι το κρύβουν, είτε το δείχνουν περισσότερο. Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που το δείχνουν. Εγώ επιλέγω να εξωτερικεύω την ευαισθησία μου μέσω της μουσικής.»

«Σε στεναχωρεί όταν το συναισθηματικό σου βάθος δεν βρίσκει αντίκρυσμα;», τον ρωτώ. «Η πραγματικότητα είναι πιο σκληρή απ’ όσο θα θέλαμε οι καλλιτέχνες να είναι, οπότε όχι τόσο. Όταν ήμουν πιο μικρός, είχα γράψει ένα πιο emo κομμάτι απ’ τα υπόλοιπα, και θυμάμαι ότι σ’ ένα live που το τραγουδούσα, η πλειονότητα του κοινού δεν ήξερε τους στίχους, ο κόσμος ήταν μεθυσμένος πάνω στη σκηνή, έκανε καφρίλες κι εγώ τραγουδούσα κάτι πολύ προσωπικό για ‘μένα, βγάζοντας τα ‘σώψυχά μου. Τότε, ως πιτσιρικά με ξενέρωνε αυτό. Μετά κατάλαβα πολύ γρήγορα ότι δε θα πρεπε να νιώσω έτσι, γιατί ο άλλος έχει έρθει για να περάσει καλά και να μας στηρίξει με τον τρόπο του».
«Τελικά, η νεότητα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας ενός punk rocker;»
«Εννοείται. Σκέψου πως για τους περισσότερους punk rockers, το δικό μας είδος δεν ενσωματώνεται 100% στα γούστα τους. Εγώ ας πούμε ως Λεωνίδας θα άκουγα τη μουσική μου από τα 12 μου μέχρι τα 25. Νομίζω πως έναν 35ρη δε θα τον εκφράσω εξίσου. Μπορεί δηλαδή να νοσταλγήσει κάποια πράγματα απ’ τα νιάτα του, αλλά δε θα τον εκφράσει. Εγώ σε 10 χρόνια θέλω να συνεχίσω αυτό που κάνω με τη μπάντα, ακόμη και όταν φτάσω τα 50, αν το επιτρέπουν οι συνθήκες. Θα γράφω βέβαια για κάτι που θα με εκφράζει σε αυτή την ηλικία. Ελπίζω να με εκφράζει το punk rock ακόμη. Ότι κι αν γίνει, ξέρω ότι τουλάχιστον δεν πηγαίνω με το ρεύμα, δεν το έκανα ποτέ, ακόμη και παρά το γεγονός ότι το κοινό της punk rock σκηνής μας είναι πολύ περιορισμένο, ειδικά στο punk που παίζουμε εμείς, που δεν είναι σκληρό.»
«Θα ήθελα όντως να ζω στα 90s, να έχω μεγαλώσει τότε, να το ‘χω ζήσει στο peak του το είδος. Γιατί ξέρω ότι θα πήγαινε και πολύ καλύτερα αυτό που κάνουμε. Στα 90s αυτή η μουσική ήταν τελείως mainstream. Από τους Green Day και τους Offspring, μέχρι τους NOFX. Ωστόσο, μ’ αρέσει που ζω στο 2019 και μπορώ και μιλάω για όσα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή. Η αισθητική μας μπορεί να βρίσκει αντίκρυσμα στα 90s, αλλά μιλάμε για το τώρα», μου εξηγεί λίγο αργότερα, σε μία κουβέντα που φαίνεται πως δε θέλει να λάβει τέλος.

Λίγο πριν πατήσω το “stop”, στην ηχογράφηση του κινητού μου (ο ρομαντισμός κάπου εδώ ψάχνει το μαγνητοφωνάκι του), έχω την περιέργεια να μάθω για τα «πολυπόθητα», ιδιαίτερα επιτυχημένα, δύο tour τους στην Ιαπωνία. «Την πρώτη φορά που πήγαμε, μας έστειλαν mail με θετική απάντηση, τρεις μόλις μήνες προτού παίξουμε εκεί, ενώ είχαμε στείλει με δική μας πρωτοβουλία, οχτώ μήνες πριν και είχαμε αρχίσει να αποβάλλουμε απ’ το μυαλό μας την πιθανότητα να συμβεί. Κλείσαμε τελευταία στιγμή εισιτήρια. Εκεί, δεν πληρωνόμασταν απ’ τα live, αλλά είχαμε εξασφαλισμένη διαμονή, φαγητό και μεταφορά. Οι Ιάπωνες είχαν έρθει «διαβασμένοι», ήξεραν τα κομμάτια μας κι αγόραζαν όλοι CD και μπλούζες! Κι εκεί με την αναλογία των χρημάτων, μία μπλούζα αντιστοιχούσε σε είκοσι ευρώ για ‘μας. Οπότε έτσι καλύψαμε σχεδόν όλα τα αεροπορικά».
«Απ’ εδώ και στο εξής, θέλουμε να παίξουμε όσο περισσότερο γίνεται κι όσο αντέχουμε ανάλογα με τις δουλειές μας. Θέλουμε να πάμε ξανά στην Τουρκία όπου και περάσαμε τέλεια, ίσως και εντός του 2019. Θα πάμε ακόμη στην Αγγλία για ένα εξαήμερο tour, κανονίζουμε και ένα μεγάλο Ευρωπαϊκό Tour, το οποίο θα γίνει τον Μάρτη και θα διαρκέσει 25 ημέρες περίπου».