Οι Νορβηγοί Motorpsycho σχηματίστηκαν το 1989 και κατάφεραν να ξεχωρίσουν μέσα στα σπλάχνα μιας εκπληκτικής για τον κιθαριστικό ήχο, δεκαετίας. Στην 30χρονη πορεία τους έχουν μια αξιοζήλευτη δισκογραφία με 23 albums και άλλα τόσα EP.
Από το ντεμπούτο τους “Lobotomizer” (1991) έδειξαν τη μεγάλη τους αγάπη για 70’s προσθέτοντας όμως μια γερή grunge δόση. Ενός ήχου που κυριάρχησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας. Οι Motorpsycho όμως δεν ήταν, ούτε είναι «μια ακόμα μπάντα». Από το 2ο κιόλας album εκπλήσσουν με την πλούσια τραγουδοποιία τους, συνδυάζοντας folk, 70’s ψυχεδέλεια, grunge, indie pop και noise rock. To “Timothy’s Monster” (1994) θα έρθει σαν φυσικό επακόλουθο. Ένα πρώιμο peak για τη μπάντα και ένα από τα σημαντικότερα ολόκληρης της δεκαετίας. Σε αυτό καταφέρνουν να ενσωματώσουν με απίστευτη ωριμότητα όλες τις επιρροές τους, δημιουργώντας υπέροχα indie rock τραγούδια με έναν ήχο που πλέον αρχίζει να χαρακτηρίζεται ως δικός τους. Η αγαπημένη τους ψυχεδέλεια είναι πανταχού παρούσα, ρίχνουν λίγο την ένταση και σκαλίζουν εκπληκτικές μελωδίες. Αναφορές στην άλλη άκρη του Ατλαντικού υπάρχουν σαφώς και πάλι, αλλά αυτή τη φορά μπορείς να διακρίνεις περισσότερο τη μελωδική φλέβα των Dinosaur Jr., όπως στο υπέροχο “Trapdoor”, παρά τη μεταλλική ένταση των Soundgarden που έβγαζε το ντεμπούτο τους.
Μέχρι το τέλος της δεκαετίας θα ακολουθήσει μια σειρά καταπληκτικών album όπου εξερευνούν τον ήχο τους, τον μπολιάζουν με τις αγαπημένες επιρροές τους και δείχνουν πως κατέχουν καλά την ικανότητα τόσο να γράφουν εξαιρετικά και ευκολομνημόνευτα τραγούδια, όσο και να δημιουργούν μακροσκελή επικά jam-αρίσματα που ακροβατούν στην ψυχεδέλεια και το noise rock. Τα “Blissard” (1996), αλλά κυρίως το ατόφιο διαμάντι που ονομάζεται “Angels and Daemons at Play” (1997) και ο ογκόλιθος που ακούει στο όνομα “Trust Us” (1998) φτάνουν τη μπάντα στο συνθετικό και εκτελεστικό της απόγειο. Γεφυρώνουν με χαρακτηριστική μαεστρία τα 70’s με τα 90’s πατώντας με το ένα πόδι, πότε στους Led Zeppelin και το άλλο στους Sonic Youth, και πότε στους Hawkwind ή αλωνίζοντας στα 70’s prog λημέρια, έχοντας εκπληκτικό ήχο, οργιαστικά παιξίματα, ευφυέστατες συνθέσεις, μελωδίες που καρφώνονται στο μυαλό και spaced out jams.
Μετά από αυτή τη δεκαετή εξερεύνηση στον ψυχεδελικό ήχο θα κάνουν μια μεγάλη στροφή. Γυρνάνε λίγο ακόμα πιο πίσω τον ήχο τους, στα ψυχεδελικά 60’s. Χρησιμοποιούν έγχορδα και πνευστά, αφήνουν κατά μέρος τις πολύ fuzz-αρισμένες κιθάρες ενώ τα κομμάτια τους πότε αποπνέουν μια Barret-ικη αύρα και πότε θυμίζουν τους τεράστιους Caravan. Η σειρά των “Let Them Eat Cake” (2000), “Phanerothyme” (2001) και “It’s A Love Cult” (2002) αποτελεί την πιο μελωδική και ανάλαφρη περίοδο τους και ξεδιπλώνει το τεράστιο ταλέντο τους στο να γράφουν τραγούδια.
Από το 1991 μέχρι το 2002 η μπάντα μας έδινε σχεδόν ένα album κάθε χρόνο. Το “Black Hole / Black Canvas” θα κάνει 4 ολόκληρα χρόνια για να έρθει. Έχει μεσολαβήσει η συνεργασία με τον Jaga Jazzist και τα πνευστά του για λογαριασμό της ολλανδικής Konkurrent, δίνοντας στη σειρά “In the Fishtank” ένα από τα καλύτερα volumes της. Εν έτει 2006, οι Motorpsycho μοιάζουν να ανακεφαλαιώνουν την πορεία τους, βάζοντας όμως μια πιο στιβαρή prog βάση και οδηγώντας έτσι όλες τις πτυχές της μουσικής τους μέσα από ακόμα πιο περιπετειώδη παιξίματα. Το αποτέλεσμα είναι καταπληκτικό.
Το “Black Hole / Black Canvas” όμως είναι η μισή στροφή. Θα ακολουθήσει μια πλήρης, με τους Νορβηγούς να οδηγούνται στο λυκαυγές της δεύτερης τους δεκαετίας παραδίδοντας μας άλλα 3 εξαιρετικά albums: “Little Lucid Moments” (2008), “Child of the Future” (2009) και “Heavy Metal Fruit” (2010). 3 κομψοτεχνήματα γεμάτα ψυχεδελική prog rock trip-αριστή pop και jam-αρίσματα φουριόζικου ρετρό rock.
Ακούγεται κάπως υπερβολικό, αλλά αυτή η μπάντα κατάφερνε πάντα με έναν αξιοθαύμαστο τρόπο να βγάζει μόνο καλά albums. Καλά σε τέτοιο βαθμό που ακόμα και οι fans της δύσκολα μπορούν να συμφωνήσουν για το ποια είναι τα καλύτερα. Επίσης δεν είναι τυχαίο πως οι Νορβηγοί είχαν ανέκαθεν την κριτική αποδοχή. Μιλάμε για μια παρέα εκπληκτικών μουσικών που αναζητά διαρκώς τα όρια του ήχου της και γνωρίζει άψογα τις επιρροές της, είτε μιλάμε για τους King Crimson, τους Black Sabbath, τους Zeps ή κάποια early 90’s indie folk μπάντα.
Δισκογραφικά είναι ανεξάντλητοι. Το 2012 τους βρίσκει με μια ακόμα πολύ σημαντική συνεργασία. Ο πληκτράς Stale Storlokken και η Trondheim Jazz Orchestra θα δώσουν άλλον αέρα στη μπάντα. Το “The Death Defying Unicorn” είναι ένα μεγαλειώδες prog album ηχογραφημένο σήμερα, που μοιάζει βγαλμένο από τα μεγάλα album των 70’s, και «καταναλώνει» λαίμαργα ήχους από το jazz rock, την ορχηστρική pop μέχρι το metal…
Μετά το αναμφίβολα πιο μεγαλεπήβολο και πιο progressive πόνημα τους, θα επιστρέψουν με το 15ο τους album “Still Life With Eggplant” (2013) σε πιο γνώριμους ψυχεδελικούς prog ή και λιγότερο περίπλοκους δρόμους με το “Behind the Sun”, αλλά και ακόμα πιο ήπιους με το “Here Be Monsters” δύο χρόνια αργότερα (2016). Έχουν από καιρό τελειοποιήσει την φόρμουλα τους. Η μουσική ρέει από μέσα τους και τους οδηγεί όπου αυτή θέλει κάθε φορά. Έτσι το 2017 έχει έρθει η ώρα για άλλο ένα καταπληκτικό έργο. Το όνομα αυτού: “The Tower”. Σαν ευφυείς αρχιτέκτονες σχεδιάζουν τους περίτεχνους διαδρόμους και τις σπειροειδείς σκάλες του πύργου τους, συνδυάζοντας τις πιο ευθείς και λιτές δομές τους με τις πιο περίπλοκες.
Το τελευταίο μέχρι τώρα κεφάλαιο στην 30ετή πορεία τους είναι το “The Crucible” που στις 3 μακροσκελείς του συνθέσεις ταξιδεύει από ήσυχα νερά σε φουρτούνες και τούμπαλιν. Ποιος ξέρει που μπορεί να περιμένει να οδηγηθεί στο επόμενο βήμα τους; Ποιoς άλλωστε περίμενε πως όταν πριν 30 χρόνια μια τριάδα μουσικών, έπαιρνε το όνομα της από την cult ταινία του Russ Meyer για να φτιάξει μια prog rock μπάντα, θα μιλούσαμε ακόμα για αυτήν;
Τα υπόλοιπα επί σκηνής την Παρασκευή…