Εκτός από μεγάλη μορφή της ελληνικής σκηνής των 80’s, ο Άκης Μπογιατζής είναι και ενα ανήσυχο πνεύμα που από τους cpt Nefos και τους Libido Blume και πλέον στις μέρες μας συνεχίζει με τους Sigmatropic. Το Σάββατο αναμένεται να τιμήσει το παρελθόν του στα πλαίσια του Vinyl is Back. Με την αφορμή αυτή την εμφάνισή του, ο Γιώργος Χούλλης είχε μια ενδιαφέρουσα κουβέντα μαζί του γύρω από το παρελθόν και όχι μόνο.
Καλησπέρα Άκη! Στις 12 Δεκεμβρίου εμφανίζεσαι στη δεύτερη μέρα του Vinyl is Back με τις δύο μπάντες που συμμετείχες στα 80’s (Cpt. Νέφος, Libido Blume). Πώς αισθάνεσαι γιαυτό;
Υπέροχα! Είναι ένα τεστ και μια πρόκληση, αυτή του να δείξεις πως η μουσική που έκανες (και κάνεις) έχει συνέχεια, και ουσιαστικά είναι ΜΙΑ!
Στο ίδιο event θα προβληθεί η ταινία “Εδώ δεν υπάρχει άσυλο”. Τι συναισθήματα σου γεννήθηκαν βλέποντας τη ταινία αλλά και συμμετέχοντας σε αυτή;
Από την πρώτη στιγμή που προσεγγίστηκα, μαζί και με τους άλλους μουσικούς-μέλη συγκροτημάτων εκείνης της εποχής, έβλεπα μια θετική ενέργεια στο όλο εγχείρημα. Η επιβεβαίωση αυτού ήταν η τεράστια ανταπόκριση που είχαν οι συναυλίες του 2014 στο Gagarin, και μάλιστα σε μεγάλο εύρος ηλικιών! Στην ταινία εκτίμησα πολύ την ισορροπία που δόθηκε στο πολιτικό και στο μουσικό περιεχόμενο της σκηνής των 80’s.
Πριν 2 χρόνια είχε βγει μία ακόμη ταινία με θέμα την Ελληνική Punk σκηνή, το “Μέχρι να γίνεις ο βασιλιάς των ηλιθίων”. Έτυχε να το δεις; Αν ναι ποια η γνώμη σου;
Αν και την έχω ακουστά, δεν την έχω δει!
Είσαι ένας άνθρωπος που έζησε τα 80’s και αν κρίνω από παλιότερες συνεντεύξεις σου μιλάς με ιδιαίτερο ενθουσιασμό γι’ αυτά. Τι το ξεχωριστό πιστεύεις ότι είχε αυτή η δεκαετία για τη μουσική που δεν υπήρχε στις προηγούμενες και τις μετέπειτα;
Καλή ερώτηση! Έχω σκεφτεί πρόσφατα όλο το ζήτημα που θίγεις. Πράγματι, μιλάω με ενθουσιασμό, γιατί θα ήταν ψέμα οποιαδήποτε άλλη αντιμετώπιση, αφού εκείνη την περίοδο ήμουν σε μια ευφορία, που θυμάμαι με νοσταλγία. Η νοσταλγία είναι το πρώτο πράγμα που θυμάμαι να ένιωσα από την αρχή για αυτό το “ξανακοίταγμα” προς τα πίσω. Όμως, δεν μπορεί να ήταν μόνο αυτό. Θα είχε εξανεμιστεί μετά τις πρώτες συνευρέσεις, συναυλίες, ακόμα και κουβέντες. Έσκυψα πάλι επάνω σε εκείνη τη μουσική και άκουσα τα κομμάτια (τα δικά μας, αλλά και άλλων) με «σημερινό» πνεύμα. Τότε, με έκπληξη διαπίστωσα ότι υπήρχαν στοιχεία που ακόμα αντέχουν στο άκουσμα, που έχουν καλλιτεχνικό λόγο ύπαρξης, και (το πιο σημαντικό) τότε περνούσαν στον κόσμο πιο υπόγεια, πιο υποσυνείδητα. Ήταν rock βέβαια και οι δονήσεις ήταν δεδομένες. Το πιο ωραίο πάντως ήταν ότι διαπίστωσα πως και άλλοι τα ξαναείδαν με ίδιο βλέμμα. Κυκλοφορούν πρόσφατες κριτικές για τα albums των Cpt Neφos και των Libido Blume, με σημερινό πνεύμα, στις οποίες διαπίστωσα ότι τώρα υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν πιο ξεκάθαρα αυτό που τότε αισθανόμουν. Η ενέργεια κυλούσε αβίαστα στις συναυλίες μας, και σε αυτά υπήρχε και μεγάλη (τεράστια, με σημερινούς όρους) ανταπόκριση. Με μουσικούς όμως όρους, η μουσική μας εκτιμήθηκε τότε περισσότερο ως φόρμα. Αλλά ως προς τη φόρμα, υπήρχε γενικά πολύς μιμητισμός στη σκηνή, τουλάχιστον στα ξεκινήματα – δεν το αναφέρω σαν κάτι κατ’ ανάγκη κακό, αφού πολλά μουσικά σχήματα, πάτησαν αρχικά σε αυτόν και μετά ξέφυγαν σε σημαντικές δημιουργίες. Η εστίαση του μεγαλύτερου μέρους της τότε κριτικής (και της αποδοχής προς εμάς αλλά και προς άλλα group) με στεναχωρούσε κάπως, καθώς άφηνε κάποιο κενό.
Όλη αυτή η αναβίωση κουβαλάει, εν μέρει τουλάχιστον, μια νέα ματιά που στην δική μας περίπτωση εστιάστηκε στο καθαρά μουσικό περιεχόμενο – και μου αρέσει αυτό! Αρκετοί τώρα βλέπουν κάποιες μουσικές αξίες στις κυκλοφορίες μας της δεκαετίας του ’80 που τίποτε δεν είχαν εντοπιστεί. Τις ίδιες αξίες διαπίστωσα όταν ξανάκουσα τα κομμάτια και άρχισα να τα ξαναπαίζω. Το ίδιο ένιωσαν και τα άλλα μέλη. Είναι νομίζω καταπληκτικό, πώς κάποια πράγματα έρχονται «δένουν» μετά από πολλά χρόνια. Για παράδειγμα, το (μοναδικό) album των Cpt Neφos (“Silence Interrupted”) που αντιμετωπίστηκε χλιαρά σε σχέση με τη θερμή αναμονή που είχαν πολλοί για αυτό (σε ένα βαθμό δικαιολογημένα, γιατί έπασχε σε ζητήματα παραγωγής, και mastering – ακουγόταν ηχητικά «ρηχό» και άνευρο). Έχω δει σε πρόσφατες κριτικές να αναγνωρίζονται με θετικό πρόσημο τα πιο μουσικά στοιχεία των τραγουδιών μας εκείνου του album, εκείνα που φαίνονται μόνο με τη δεύτερη ή και τρίτη «ανάγνωση». Γι’ αυτό πιστεύω ότι το ξαναζέσταμα εκείνης της εποχής δεν είναι στείρο, ούτε μόδα. Πρόσεξε, ήταν η πρώτη μουσική εποχή στην Ελλάδα που είχε (έστω, σχετική) μαζικότητα, (σχετική) συντροφικότητα, και (σχετική) μουσικότητα. Και όλο αυτό με μια μουσική-πολιτική γλώσσα που εκδήλωνε θυμό και ένταση: και τα δυο δεν ήταν η καλύτερη συνταγή για να γίνει αυτό σαν κίνημα ευρέως αποδεκτό. Και τελικά, έγινε (σχετικά ευρέως, τηρουμένων των αναλογιών, φυσικά), αν και είχε ημερομηνία λήξης.
Η πρώτη συναυλία των Cpt. Νέφος έγινε στου Γκύζη το ΄82 μαζί με Stress κι άλλες μπάντες. Πέρα από τις ήδη γνωστές ιστορίες γι’ αυτή τη συναυλία υπάρχουν άλλες που έχεις να μοιραστείς μαζί μας;
Χμ, θα πω μια καλή και μια κακή. Η καλή ήταν η εμπειρία της Μεσογειακής Μπιενάλε νέων καλλιτεχνών στη Θεσσαλονίκη του 1985, όπου μας προτάθηκε (ως Libido Blume) να συμμετάσχουμε. Ανεπανάληπτη κατάσταση, με τις συναυλίες, τις εκθέσεις, τα μεγάλα ακροατήρια, τις –τότε- ξεχασμένες και ασυντήρητες αποθήκες – συναυλιακούς χώρους, τον ενθουσιασμό, τους τσακωμούς. Από όλα είχε εκείνη η κατάσταση, αλλά πάνω από όλα πλανιόταν μια υπέροχη αίσθηση ότι κάτι σημαντικό συνέβαινε. Η κακή, ήταν η απόλυτα τραυματική εμπειρία της συναυλίας του 1987 στο Λυκαβηττό, όπου διακόπηκε από δακρυγόνα, και φασαρίες καθώς ήμασταν εμείς (Libido Blume) στη σκηνή! Ήταν θλιβερό γιατί είχε τις προδιαγραφές να είναι η «μεγαλύτερη συναυλία» εκείνης της σκηνής. Κάτι «έσπασε» τότε.
Ας μιλήσουμε λίγο και για τους Sigmatropic. Ο τελευταίος σας δίσκος, “Dead Computer Blues”, είναι αρκετά εμπνευσμένος από την κατάσταση που επικρατεί τα τελευταία χρόνια. Ποια η γενικότερη άποψη σου για τα όσα συμβαίνουν γύρω μας;
Νομίζω ότι όλοι θα συμφωνήσουμε ότι οι συγκυρίες είναι πολύ δυσοίωνες. Είναι οι εποχές που προσπαθείς να αποδείξεις ότι δεν είναι σπατάλη χρόνου και ενέργειας να κάνεις τέχνη, να πείσεις ότι στα δύσκολα είναι που χρειάζεται η λοξή ματιά του καλλιτέχνη. Μάλλον δε θα σε σώσει αλλά το πιθανότερο είναι να σε κάνει δεις την πραγματικότητα με ένα τρόπο που δεν είχες σκεφτεί πιο πριν. Κυκλοφορήσαμε με τους Sigmatropic το “Dead Computer Blues” πριν από ένα χρόνο, όπου στα μυαλά των λίγων ρομαντικών που απομείναμε, υπήρχε ένα φως που σήμαινε κάποια ελπίδα. Αν το album είχε κυκλοφορήσει σήμερα, φοβάμαι ότι θα ήταν πολύ πιο δυσοίωνο. Η «καρδιά» του album αυτού χτυπάει στο “Onion Rock”, που απλά λέει ότι το πρόβλημα είναι στους ανθρώπους που είναι ντυμένοι με αλλεπάλληλα στρώματα ψεύδους και αλήθειας. Το ίδιο συμβαίνει και με τις καταστάσεις. Το να βρεις το νήμα που οδηγεί από τη μια αλήθεια στην άλλη, είναι περίπου σαν τον γόρδιο δεσμό. Αυτό ζούμε όλοι, και παίρνουμε μέρος σε αυτό. Αποτελεί μια χυδαιότητα, μια ύβρη, επειδή τα στρώματα της αλήθειας μολύνονται καθώς έρχονται σε επαφή με εκείνα του ψεύδους. Το σκοτεινό και το δυσοίωνο φαίνεται ότι έχει ισχυρά γονίδια. Η κατρακύλα φαντάζει πάντα σαν ο εύκολος δρόμος.
Πιστεύεις ότι υπάρχει κάποια ελπίδα μέσα σε όλο αυτό το θολό τοπίο;
Χα! Η απάντηση είναι αυτό το «χα!». Ίσως στο (πικρό) χαμόγελο να βρίσκεται μια απάντηση, αλλά ελπίζω όχι η μόνη.
Παρά τη θεωρία που λέει ότι η τέχνη είναι ο καθρέφτης της εκάστοτε εποχής αυτό δεν συμβαίνει στην εποχή μας (όχι τουλάχιστον στον απαιτούμενο βαθμό) με ελάχιστες εξαιρέσεις. Τι πιστεύεις εσύ;
Φαίνεται ότι οι «ρομαντικοί» αντέχουν. Αξιόλογες καλλιτεχνικές φωνές υπάρχουν και πηγαίνουν κόντρα στο δυσοίωνο. Υπάρχει ένα ζωντανό underground, ίσως πιο ζωντανό και με περισσότερο καλλιτεχνικό ζουμί από άλλες εποχές, που όμως ακόμα φαντάζει διασπασμένο, δεν έχει μαζικότητα, όπως εκείνο της δεκαετίας του ‘80. Και αυτό είναι το σημαντικότερο ζητούμενο, γιατί οι συνθήκες της δεκαετίας του ’80 σε σχέση με τις σημερινές είναι «παιδική χαρά». Θα το πω αλλιώς: αν υπάρχει μια εποχή που χρειάζεται να έχει μαζικό καλλιτεχνικό κίνημα (όχι στρατευμένο, απλά να έχει μια καλλιτεχνική πρόταση) είναι η σημερινή.
Ας μιλήσουμε και για το “16 Χαϊκού κι άλλες ιστορίες”. Πώς προέκυψε η ιδέα της μελοποίησης των ποιημάτων του Σεφέρη;
Καταρχάς, έχω μια βαθιά εκτίμηση στην ελληνική γλώσσα, και αποτελεί για μένα περίπου αυτοσκοπό, η χρήση της στη μουσική που μου αρέσει. Από την άλλη πλευρά, είναι μετρημένες οι φωνές που χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα δημιουργικά σε αυτό το μουσικό ιδίωμα. Κάπου στις αρχές του 2000 εντοπίζω τα «δεκαέξη χαϊκού» όπου αρχικά τα αντιμετωπίζω, περίπου σαν άσκηση. Φάνηκε όμως ότι «κάτι» γινόταν γιατί είχε μια δύναμη αυτός ο λόγος που τραβούσε ιδέες σα σφουγγάρι από το καλλιτεχνικό υποσυνείδητο. Μέσα σε λίγες μέρες είχε καταστρωθεί ο σκελετός ολόκληρου του album με πλήρεις τις μουσικές ιδέες και τις ενορχηστρώσεις. Συμπληρώθηκε με μερικά ακόμα κομμάτια από παλιότερες απόπειρες επάνω σε ποιήματα του Σεφέρη, εκτός χαϊκού («Το ζεστό νερό» και το «Τούτο το Σώμα», και μαζί με ένα πιο κλασικό από τα «Ημερολόγια Καταστρώματος») και … σχεδόν με μαγικό τρόπο είχα album που κυκλοφόρησε από τη Hitch Hyke (η οποία πρέπει να πω ότι αγκάλιασε την υπόθεση αυτή με όλες της τις δυνάμεις). Ο δεύτερος κύκλος του album ήρθε μετά από 2 χρόνια όταν και ξανακυκλοφόρησε ως διεθνής έκδοση στα αγγλικά με τίτλο «Sixteen Haiku and Other Stories». Αυτή τη φορά, στο τραγούδι είχαμε προσκεκλημένους μουσικούς του εξωτερικού, όπως η Carla Torgerson, η Cat Power, o John Grant, ο Robert Wyatt και άλλοι. Δεν θα ξεχάσω εκείνο το πρωινό, που ο Θόδωρος Βλασσόπουλος (ο άνθρωπος που έχοντας την έδρα του στο Λονδίνο υποστήριξε και ουσιαστικά οδήγησε όλο το εγχείρημα) μου τηλεφώνησε για να μου πει ότι έλαβε με το ταχυδρομείο χειρόγραφο μήνυμα από τον Robert Wyatt ότι του άρεσε η μουσική και ότι θα ήθελε να τραγουδήσει σε ένα κομμάτι!
Υπάρχει κάποιο βιβλίο που να διάβασες και να σ ‘ενθουσίασε;
Το “Ελευθερία» του Τζόναθαν Φράνζεν. Μεγάλη γραφή!
Αν κρίνω από τη δραστηριότητα σου στη μουσική είσαι ένα αρκετά ανήσυχο πνεύμα. Αν σου ζήταγα να μου περιγράψεις κάποια συναισθήματα που σε βοήθησαν να καλύψεις η κάθε μία από αυτές τις 3 μπάντες ξεχωριστά ποια θα ήταν αυτά;
Cpt Nefos: την περιέργεια για κάτι που δεν είχε δοκιμαστεί.
Libido Blume: την ανάγκη για συνέχεια.
Sigmatropic: την καλλιτεχνική μοναξιά.
Υπάρχει και το συγκρότημα Δέκα Μέτρα Δέντρα, με το οποίο κυκλοφόρησες έναν δίσκο. Μπορείς να μας πεις λίγα λόγια και γιαυτό;
Με αυτό το σχήμα κυκλοφόρησε ένα κομμάτι σε premium cd κάποιου περιοδικού. Το συγκρότημα ήταν εξαιρετικά φιλόδοξο με πολλά μέλη, δύσκολες ενορχηστρώσεις, αλλά δεν κατάφερε να κάνει πράξη τις (όποιες) υποσχέσεις.
Εκτός από την ενασχόληση σου με τη μουσική απ’ ότι γνωρίζω είσαι καθηγητής. Πώς είναι για σένα να βρίσκεσαι ανάμεσα στους 2 αυτούς κόσμους;
Όχι πάντα εύκολο. Παλιότερα, όταν και οι υποχρεώσεις ήταν λιγότερες, το έβρισκα σαν μια ευχάριστη ισορροπία. Σήμερα, μάλλον σαν επικίνδυνη ακροβασία. Ακούγεται ίσως υπερβολικό. Παρόλα αυτά εξακολουθώ να βρίσκω προκλητική τη μετάβαση, το γύρισμα του διακόπτη από τον ένα κόσμο στον άλλο.
Τι είναι αυτό που εξακολουθείς ν ‘απολαμβάνεις μετά από τόσα χρόνια όποτε βρίσκεσαι στη σκηνή με οποιαδήποτε μπάντα;
Μα φυσικά την επικοινωνία με το κοινό. Το κοινό πάντα παίρνει ακριβώς αυτό που δίνεις. Λένε, «κανείς δεν κατάλαβε τα λάθη που κάναμε στο τάδε τραγούδι». Μην είστε τόσο σίγουροι! Τα βίωσαν όλοι με το δικό τους τρόπο. Και όταν βρίσκεσαι σε καλή μέρα, τότε είσαι στον παράδεισο!
Και μία τελευταία ερώτηση. Ποια ήταν η μουσική εμπειρία που σου άλλαξε τη ζωή;
Όταν το 1979 βρέθηκα στο Λονδίνο, αποφάσισα να πάω σε ένα από τα γνωστά live μαγαζιά όπου έπαιζαν κάποιοι punk/new wave-άδες και βίωσα για πρώτη φορά την παράξενη και γοητευτική αύρα που είχε το σύνολο εκείνης της μουσικής, του κοινού, και του χώρου που κυριολεκτικά παλλόταν. Μοναδικό! Όταν γύρισα στην Αθήνα πούλησα όλους μου τους δίσκους (για μερικούς, φυσικά το μετάνιωσα, αλλά είχε συμβολική σημασία η κίνηση) και άρχισα να αγοράζω άλλους. Και λίγο μετά δημιουργήθηκαν οι Cpt Neφos.
Άκη ευχαριστώ για τη συνέντευξη, τα λέμε στο live!