Η είδηση της αποχώρησης του φλύαρου και ανέμπνευστου βιρτουόζου κιθαρίστα Victor Smolski από τους Rage γέμισε με αισιοδοξία τους οπαδούς που τους ακολουθούσαν από την χρυσή περίοδο του trio (Wagner, Schmidt, Efthimiadis) αλλά και από την εξαιρετική περίοδο με τις δύο κιθάρες (Wagner , Fischer, Efthimiadis brothers) που μας χάρισαν ουκ ολίγα αριστουργήματα του Ευρωπαϊκού Power Speed metal. Η μπάντα είχε χάσει εμφανώς το δρόμο της μπλεγμένη σε ορχηστρικά τερτίπια χωρίς περιεχόμενο.
Το πρώτο βήμα επιστροφής στον κλασσικό ήχο έγινε με την κυκλοφορία του πολύ καλού “The Devil Strikes Again” το 2016, με το οποίο το μέλλον φάνταζε ελπιδοφόρο για την μπάντα καθώς οι νέοι και σχετικά άγνωστοι Marcos Rodriguez στην κιθάρα και Βασίλης Μανιατόπουλος στα τύμπανα χρησιμοποίησαν το οπαδιλίκι τους αλλά και την τεχνική τους για να δώσουν μια κλωτσιά στα πισινά του σχήματος. Δυστυχώς η κυκλοφορία ενός
δεύτερου album με την ίδια σύνθεση μόλις ένα χρόνο μετά δείχνει βεβιασμένη.
Ο δίσκος ανοίγει με το ομώνυμο τραγούδι το οποίο αποτελεί ένα τυπικό δείγμα Rage τραγουδιού με trashy riff και όμορφο μελωδικό refrain. Ότι πρέπει για ορεκτικό. Αρκετά καλό, γραμμένο με τη ίδια μανιέρα, είναι και το δεύτερο “Serpents in Disguise”. Στην κλασσική περίοδο της μπάντας όμως θα ακολουθούσε το δρόμο του B-side. Το “Blackened Karma” που ακολουθεί και αποτελεί και το πρώτο video του album είναι μάλλον το καλύτερο του δίσκου με απίστευτα κολλητικό refrain και φοβερό solo. Στη συνέχεια όμως ο δίσκος ξεφουσκώνει απότομα με το συμπαθητικό “Time Will Tell” και τα παντελώς αδιάφορα “Septic Bite” και “Walk Among the Dead”, όλα με την ίδια ακριβώς δομή και καμία έμπνευση. Διάλειμμα στον κατήφορο με το πολύ καλό “All We Know Is Not”. Οι φίλοι του κλασσικού Ευρωπαϊκού metal δεν θα μείνουν ασυγκίνητοι από τις αρμονίες τις κιθάρας στο τέλος.
Το παράξενο μελωδικό ιντερλούδιο του “Gaia” ακολουθεί το καταπληκτικό μεγαλειώδες εισαγωγικό riff του “Justify”. Με το που σκάει λες “μάγκα μου εδώ είμαστε, θα ακολουθήσει έπος”. Έχω χρόνια να απογοητευτώ τόσο πολύ από σύνθεση. Πραγματικά το υπόλοιπο τραγούδι δεν έχει καμία σχέση και είναι παντελώς αδιάφορο. Κρίμα. Αξιολογότατο το σκοτεινό “Bloodshed in Paradise” με τα γρηγοριανά φωνητικά στο intro και ο δίσκος θα μπορούσε να τελειώσει εκεί καθώς η power ballad “Farewell” που τον κλείνει, αν και αρχίζει ελπιδοφόρα, τελικά δεν λέει τίποτα.
Το Seasons of the Black ακούγεται βεβιασμένο, ενώ σχεδόν όλα τα τραγούδια θα μπορούσαν, αν δουλεύονταν περισσότερο και με ένα γερό editing, να αποτελούν ένα αξιοπρεπές σύνολο. Οι Rage έχουν βρει το δρόμο τους ηχητικά αλλά θα χρειαστούν μεγαλύτερη υπομονή και περισσότερη προσοχή στη σύνθεση για να ξαναδώσουν ένα πραγματικά μεγάλο δίσκο.