Από την αρχή της καριέρας του μέχρι και σήμερα, ένα μόνο πράγμα παραμένει σταθερό χαρακτηριστικό στην πορεία του Nick Cave: η μη στασιμότητα. Όχι μόνο μουσικά, αλλά και σαν περσόνα, με τη θεατρικότητα και το αφηγηματικό του χάρισμα να παίζει βασικό ρόλο στις συναυλίες και τους δίσκους του και τον ίδιο να επιλέγει να ενσταλάξει στην μουσική του τον ίδιο του τον εαυτό και τη βιωματική φάση στην οποία βρίσκεται. Πηδώντας από μουσικό είδος σε είδος, με επιρροές κατά καιρούς από την post punk, τη folk, τη garage rock, το gospel και την ηλεκτρονική μουσική καταφέρνει, στις “20.000 μέρες που βρίσκεται στη Γη”, κάθε ένα από τα άπειρα μουσικά projects του, να είναι κάτι εντελώς δικό του, κάτι που κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να υποδυθεί, ένα είδος από μόνο του.
Εκκινώντας από την γεμάτη ναρκωτικά, post punk εποχή των Birthday Party, όπου o Nick Cave μοιάζει να πατάει τυχαίες νότες σε ξεσπάσματα οργής, μέσα σε μια οργιώδη κατάσταση, και είτε από τύχη, είτε από ακατέργαστη έμπνευση, μοιάζει να πετυχαίνει κάθε τόνο σωστό. Πειραματικός και άγριος ήχος, στίχοι ψυχεδελικοί, ιλιγγιώδης τρέλα πάνω στη σκηνή…
Οι πιο καλλιτεχνικές του στιγμές έρχονται με τη δημιουργία των Bad Seeds το 1984 και το ντεμπούτο τους “From Her to Eternity” μαζί με τους επόμενους δίσκους (“First Born Is Dead”, “Your Funeral… My Trial”, “Tender Pray” και “Henry’s Dream”). Ήχος που παίρνει στοιχεία από τη folk και τα blues μπολιασμένη με τα ξεσπάσματα του post-punk παρελθόντος του και σκοτεινές, απειλητικές συνθέσεις, συχνά με ξυλόφωνα ή πιάνο. Στίχος γεμάτος με τις εμμονές του: ο θάνατος, ο έρωτας, ο πόνος. Αγάπη για το γοτθικό παραμύθι και την αμερικάνικη folk κουλτούρα. Κάθε τραγούδι από την εποχή αυτή είναι κι ένα ποίημα, μια σκοτεινή ιστορία, ένα ιστορικό ψυχασθένειας, σε ένα σύμπαν που θα μπορούσε να είναι ένας κακός εφιάλτης του Πόε.
Στο “From Her to Eternity” ο πρωταγωνιστής μας διηγείται τη σταδιακή εμμονή που αποκτάει με μια άγνωστη του, γυναίκα που μένει στο διαμέρισμα πάνω από το δικό του. Το “Τupelo” είναι μια από αυτές τις απομονωμένες αμερικάνικες πόλεις που πάντα στοιχειώνονται από κάτι φρικτό στις ταινίες με τον Vincent Price. To “Carny” είναι ένα εφιαλτικό τσίρκο με φρικιά. Στο “Up Jumped the Devil” ο διάβολος, όπως στα παλιά παραδοσιακά παραμύθια, περιμένει να τιμωρήσει όποιον παραστρατήσει. Ένα από τα πιο αγαπημένα του τραγούδια που παίζουν σε κάθε συναυλία του, το “Mercy Seat”, είναι ο φρενήρης θρήνος κάποιου -μάλλον- αμετανόητου εγκληματία που αντιμετωπίζει την ηλεκτρική καρέκλα.
Το folk στοιχείο γίνεται πιο έντονο στη συνέχεια, ενώ η μπάντα από το “Good Son”, το έκτο άλμπουμ της, και μετά κάνει μια στροφή προς την alternative rock. Στο “Kicking Against the Bricks” το τρίτο studio album του με τους Bad Seeds, o Cave διασκευάζει κλασσικά folk τραγούδια, αντικαθιστώντας την ψευτοευθυμία που συχνά υπάρχει στη μουσική τέτοιων κομματιών, με το δικό του, ταιριαστό στη θεματολογία τους, σκοτεινό στυλ και θεατρικότητα. Σε αυτό το δίσκο, το “The Folk Singer” του Johnny Cash γίνεται μια απελπισμένη απαγγελία για τη μοναξιά ενός γέρου και ξεχασμένου μουσικού, ενώ τo γνωστό “Black Betty” επιστρέφει στις ρυθμικές αφροαμερικάνικες ρίζες του. Στο “Murder Ballads”, τον πιο εμπορικό δίσκο του, λόγω της συνεργασίας του με τη Kylie Minogue, συνθέτει και διασκευάζει παραδοσιακά folk τραγούδια με θεματολογία τα εγκλήματα πάθους. Στο “Let Love In”, ένα άλμπουμ με ερωτικές μπαλάντες καταφέρνει να χωρέσει ορισμένα από τα πιο άρρωστα, δαιμονισμένα και απειλητικά τραγούδια του, όπως το “Loverman”, το “Red Right Hand”, μια ωδή στην ιδιόμορφη σχέση του με το Θεό και το “Do You Love Me?”.
Στη συνέχεια, μετά το “Boatman’s Call”, το 1997, κάνει μια μεγάλη στροφή από τον post-punk ήχο και τη gothic θεματολογία, προς λιγότερο σκληρές συνθέσεις συχνά με συνοδεία πιάνου ή βιολιού και μια πιο ελαφριά θεματολογία, με χαρακτηριστικό παράδειγμα, το “Into My Arms”. Κορύφωση αυτής της τάσης είναι το δωδέκατο άλμπουμ του “Nocturama” άλλη μια απόδειξη ότι Nick είναι και κάνει ο,τι θέλει με το “Bring It On”, ένα feelgood rock κομμάτι και το “Babe I’m On Fire” (και τα δυο από το παραπάνω δίσκο).
Ο Νick Cave στα δύο τελευταία άλμπουμ του με τους Bad Seeds ενστερνίζεται περισσότερο από ποτέ την ιδιότητα του ποιητή. Σχεδόν δεν τραγουδάει αλλά απαγγέλλει προσωπικά του ποιήματα, υπό τη συνοδεία μινιμαλιστικών συνθέσεων: από το “Lightning Bolts”, μια μεταφορά για τα δακρυγόνα που πέφτουν στην Ελλάδα της κρίσης μέχρι τον τελευταίο δίσκο του, το “Skeleton Tree”, ο προσωπικός του θρήνος για την πρόσφατη απώλεια του γιου του από ατύχημα. Ταυτόχρονα, σε συνεργασία με τον έτερο ”σπόρο” τον Warren Ellis και άλλους μουσικούς (μεταξύ αυτών κι ο Ψαραντώνης), ντύνει με εξαιρετικά ambient soundtrack διάφορες ταινίες (The Assassination of Jesse James by the Coward Robert Ford, Lawless) και θεατρικά έργα.
Για τους λάτρεις του παλιού ήχου του μέχρι το 2013 υπήρχε ένα side project των Bad Seeds, οι Grinderman, με ήχο αρκετά κοντά στα παλιότερα κομμάτια τους. Ο Nick Cave είναι από τις μοναδικές εκείνες εξαιρέσεις καλλιτεχνών που μέχρι σήμερα έχει διατηρήσει σε κάθε πιθανή μεταμόρφωσή του την αυθεντικότητά του, μια αυθεντικότητα παραδόξως ανάλογη με την εμπορική του επιτυχία και αναγνωρισιμότητα.
Στις 16 Nοεμβρίου 2017 ο Nick Cave και οι The Bad Seeds επιστρέφουν για μια συναυλία στην Αθήνα στο Κλειστό Παλαιού Φαλήρου (Tae Kwon Do) στην οποία θα είμαστε εκεί για να τραγουδήσουμε το τραγούδι εκείνο για το οποίο τους αγαπήσαμε .