Οι Judas Priest δε χρειάζονται συστάσεις, εκτός και αν κάποιος ζούσε σε σπηλιά τα τελευταία 49 χρόνια που οι Ιερείς του Ιούδα περπατούν σε αυτή τη Γη. Η μπάντα που περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη έβαλε το Metal δίπλα στο Heavy και όρισε τον ήχο, την κουλτούρα και το οπτικό performance της όλης υπόθεσης, παρά τις αναποδιές και τις αντιξοότητες (Βλέπε πιο πρόσφατα την ανακοίνωση για την 10ετή μάχη του Glenn Tipton με την νόσο Πάρκινσον), είναι ακόμα εδώ, δείχνοντας πως η φαρέτρα τους παραμένει γεμάτη.
Πριν προχωρήσω όμως στο review του “Firepower”, θα κάνω μία απαραίτητη σημείωση. Εδώ δε θα διαβάσετε review του στυλ ‘καλύτερο από το Χ’ ή ‘ό,τι καλύτερο από την κυκλοφορία του Ψ και το έτος Ω’, διότι πολύ απλά, δε μιλάμε για ένα συγκρότημα που απλά ανακατεύει τα ίδια συστατικά σε ένα δίσκο. Μιλάμε για ένα συγκρότημα που πατώντας πάνω στην ταυτότητα και τα χαρακτηριστικά συστατικά που η ίδια όρισε στο ιδίωμα, προσθέτει, αφαιρεί και δοκιμάζει πράγματα στην τελική συνταγή. Σε απλά ελληνικά δηλαδή, κάθε δίσκος των Priest είναι μία ξεχωριστή και αυτόνομη οντότητα (ακόμα και το “Screaming For Vengeance” με το “Defenders Of The Faith” που έχουν ίσως τις πιο πολλές ομοιότητες στη συνταγή, καταφέρνουν να διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό). Οπότε, όπως είναι λογικό, το ίδιο ακριβώς ισχύει και για το 18ο album του συγκροτήματος, το “Firepower”.
Αφού το βγάλαμε αυτό από τη μέση, ας προχωρήσω στο review! Το opening track είναι και το ομώνυμο του δίσκου. “Firepower” και trademark Priest, riff-άτη εισαγωγή στο κομμάτι με τον Halford να δίνει το έναυσμα με την απόκοσμη χροιά στην κραυγή του, δίνοντας παράλληλα το στίγμα πως οι Metal Gods ζουν στο τώρα και έρχονται ‘with weapons drawn to claim the future’. Αnthemic verses και in your face επιθετικό και τσαμπουκαλίδικο feel στο ρεφρέν, που με βάζουν άμεσα στο κλίμα, ενώ τα solos είναι μία πρόγευση του τι θα ακολουθήσει μέχρι το τέλος του δίσκου.
Σειρά για το “Lightning Strike”, το οποίο ήταν και το πρώτο single / video που βγήκε πριν τη κυκλοφορία του δίσκου. Το κομμάτι είναι άμεσο, δυνατό και απολαυστικό. Το feel του είναι η ανάποδη από το “Firepower”, καθώς εδώ έχουμε πιο anthemic chorus και πιο ‘επιθετικές / τσαμπουκαλίδικες’ verses και ήδη έχω αρχίσει να σηκώνω τις γροθιές μου.
“Evil Never Dies”, μας προειδοποιεί ο Ιερέας του Ιούδα στο 3ο κομμάτι, με τον Halford να υιοθετεί μία ακόμα malevolent persona, με την ραχοκοκαλιά του ρυθμού των Priest (Τravis, Hill) να στήνουν το παιχνίδι, το οποίο συνεχίζεται δυναμικά μέχρι και το κλείσιμο του κομματιού με την χαρακτηριστική σφραγίδα του Metal God.
“Never the Heroes” στη συνέχεια, και εδώ οι Priest δημιουργούν ένα εξαιρετικό sing-along mid-tempo ύμνο με μπόλικη ψυχή, ο οποίος θεματικά δανείζεται γεγονότα της πρόσφατης επικαιρότητας των τελευταίων ετών (όπως άλλωστε και αρκετά κομμάτια του δίσκου, χωρίς ωστόσο οι Priest να χάνουν την ισορροπία ανάμεσα στην πραγματικότητα και την φαντασία).
“Νecromancer”, το 5ο κατά σειρά κομμάτι του δίσκου, και εδώ οι Priest αφαιρούν εντελώς τα φρένα και εξαπολύουν μία in your face ηχητική επίθεση που παίρνει κεφάλια, έτοιμοι ‘to dance on the grave of the pure and the righteous’, που ακούγεται τόσο φρέσκια που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν όντως η μπάντα βρίσκεται στη πιάτσα 49 έτη.
“Children Of The Sun” και εδώ οι Priest αντανακλούν τις ρίζες τους και τα 70’s με το όλο setting να παραμένει στο τώρα. Κολλητικό ρεφρέν, επικό γύρισμα μετά το solo με τον Halford να αναφωνεί ‘Mountains Start To Crumble’ πριν το ρεφρέν σε συνοδέψει μέχρι το τέλος του κομματιού.
“Guardians” λέγεται το επόμενο track, το οποίο είναι ένα όμορφο instrumental κομμάτι με πιάνο και λίγη από κιθάρα (κομμάτι με πιάνο και instrumental οι Priest έχουν να κάνουν από το 1976), το οποίο χτίζει στη μικρή του διάρκεια την απαραίτητη ατμόσφαιρα για να μπει το “Rising From Ruins”.
To “Rising From Ruins” παίρνει την ομορφιά του “Guardians” και τη συνεχίζει. Εδώ οι Priest δημιουργούν ένα εξαιρετικά εκφραστικό κομμάτι με εκπληκτικά solos, με τον Halford να ζωγραφίζει με το χρώμα της φωνής του παρέα με τις κιθάρες των Tipton / Faulkner. Απλά εξαιρετικό!
Μετά το κινηματογραφικό κρεσέντο του “Rising From Ruins”, ακολουθεί το “Flamethrower”. Ένα track το οποίο είναι άμεσο, με αλλαγές στο tempo του και πασπαλισμένο με μπόλικο tongue in cheek attitude που σε διασκεδάζει και ενδέχεται να σου κολλήσει το ρεφρενάκι για κάποιο λόγο, σαν άλλα κομμάτια με σχετικά πάνω / κάτω παρόμοια συνταγή από το παρελθόν.
“Spectre” και riff απευθείας από την καρδιά των Midlands και του Μπέρμινγκχαμ έχει η συνέχεια, με τους Priest να αντανακλούν ξανά τις ρίζες τους (όπως και στο “Children Of The Sun”) σε ένα Οργουελικό θεματικά κομμάτι, με ταιριαστή ισορροπημένη creepy / horror ατμόσφαιρα ηχητικά.
“Traitors Gate” στο 11ο track του δίσκου. Ήπια και μελωδική εισαγωγή για αρχή, που δίνει τη θέση της σε riff οδοστρωτήρα με το κομμάτι αργά και σταθερά να χτίζει ένα ‘επικό’ feel. Εξαιρετική μίξη ατμόσφαιρας, ομορφιάς και τεχνικής και ένας Halford για άλλη μια φορά να δίνει μαθήματα εκφραστικότητας.
“No Surrender” στη θέση 12 του “Firepower” και εδώ έχουμε με ένα υπερ-συναυλιακό κομμάτι και Ύμνο, που περικλείει όλα όσα αντιπροσωπεύουν οι Judas Priest όλα αυτά τα χρόνια, το attitude που δείχνουν και το γιατί μετά από 49 χρόνια ύπαρξης έχουν ακόμα ‘πείνα’ για δημιουργία.
‘Chasing a dream as I go higher, Playing it mean, my heart’s on fire
Living my life, ain’t no pretender, Ready to fight with no surrender!’
13ο track το “Lonewolf”, το οποίο ‘μοντερνίζει’ και ‘groov-άρει’, θυμίζοντας ίσως τους Priest των late 90’s ή τον Halford στο Crucible του ’02 ή τους Fight των early 90’s. To κομμάτι, παρά το γεγονός πως περιέχει μια εξαιρετική μελωδία στις κιθάρες προς το τέλος, το βρήκα το πιο αδύναμο του δίσκου, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει πως δεν θα κάτσει καλά στα αυτιά κάποιου άλλου.
Φινάλε στο δίσκο δίνει το “Sea Of Red”, με τους Judas Priest να κλείνουν με τον καλύτερο τρόπο τον 18ο δίσκο τους. Ο Halford δείχνει γιατί είναι ο αδιαμφισβήτητος Metal God. Μπορεί οι trademark απόκοσμες κραυγές του να είναι η βιτρίνα, αλλά πίσω από αυτά βρίσκεται ο πραγματικός θησαυρός της φωνής του, κάτι που το δείχνει σε όλη τη διάρκεια αυτού του κομματιού. Εκφραστικότητα, χρώματα, συναισθήματα κ.α.. H σύνθεση του “Sea Of Red” είναι εκπληκτική και όπως είπα, ο δίσκος κλείνει με τον καλύτερο τρόπο. Προσωπικά, μάλιστα θα το ήθελα πάρα πολύ να βρεθεί στη set-list της επερχόμενης περιοδείας που ξεκινά σε λίγες ημέρες στις ΗΠΑ.
Εν κατακλείδι, oι Judas Priest παρά το γεγονός πως δεν έχουν να αποδείξουν τίποτα και σε κανέναν, δείχνουν με το “Firepower” πως η δημιουργική φαρέτρα τους από ατόφιο κλασσικό Heavy Metal, το οποίο ζει στο τώρα, εξακολουθεί να παραμένει γεμάτη. H ενέργεια που έφερε στη μπάντα ο Richie Faulkner και στο studio δείχνει πως δεν έμεινε μόνο στον προηγούμενο δίσκο (“Redeemer Of Souls”), αλλά συνεχίζεται και εδώ. Η συνεργασία ανάμεσα στον ‘μικρό’ και τον δάσκαλο Glenn Tipton οργιάζει σε ολόκληρο το “Firepower”. Ο Ian Hill αυτή τη φορά είναι ένα ‘τσικ’ πιο μπροστά και μαζί με τον Scott Travis, που επίσης οργιάζει και βρίσκεται χωρίς ‘λουρί’, χτίζουν τα απαραίτητα ηχητικά θεμέλια πάνω στα οποία ξεδιπλώνεται η συνεργασία Tipton / Faulkner, με κερασάκι στην τούρτα τις ερμηνείες του Metal God. Με τα μεστωμένα μεσαία που διαθέτει εδώ και χρόνια πλέον και τις γνώριμες απόκοσμες και αγαπημένες malevolent και πλημμυρισμένες από μαζούτ χροιές του (όπου αυτές χρειάζονται) σφραγίζει το γεγονός πως οι Priest έχουν γεμάτο το οπλοστάσιο τους!
Πολύ απλά λοιπόν, το “Firepower” είναι ένας δίσκος στον οποίο υπάρχουν όλα τα στοιχεία που συνθέτουν τη μοναδική ηχητική ταυτότητα των Judas Priest μέσα στις δεκαετίες, φτιαγμένα και μαγειρεμένα με τέτοιο τρόπο που ακούγονται φρέσκα, γεμάτα ζωή και relevant για το 2018 για μια μπάντα που δισκογραφεί από το 1974. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως το πάντρεμα στην παραγωγή του ‘Στρατηγού’ Tom Allom (o oποίος είχε να βρεθεί πίσω από κονσόλα studio δίσκου του συγκροτήματος από το ’88, αλλά έκανε όλα τα DVD τους όλα αυτά τα χρόνια) και του πιο ‘καυτού’ νέου παραγωγού που ακούει στο όνομα Andy Sneap, δούλεψε στο 110% που θα μπορούσε να δουλέψει. Το χεράκι του Allom είναι εμφανέστατο στα έμπειρα Priest αυτιά, ενώ το χεράκι του Sneap εξυψώνει το τελικό αποτέλεσμα, όπως άλλωστε έχει κάνει σε όλες τις δουλειές του ως παραγωγός τα τελευταία χρόνια. Συστήνεται ανεπιφύλακτα!