Μετά από ένα διάστημα ξεκούρασης τριών περίπου χρόνων, οι Japandroids επανέρχονται με νέο πόνημα που φέρει τον τίτλο “Near To The Wild Heart Of Life”. Ακολουθώντας την κατεστημένη τακτική και τη δοκιμασμένη συνταγή, λοιπόν, επανδρώνουν το δίσκο με οκτώ κομμάτια, ένας ιδανικός αριθμός επιτυχίας για κάθε rock n’ roll album.
Οι Japandroids είναι από τη φύση τους κυκλοθυμικοί. Ένα μέρος τους θα είναι το πατροπαράδοτο και τίμιο classic rock και το άλλο θα είναι πάντα πιστό κι αφοσιωμένο στο punk rock.
Το εναρκτήριο και ομώνυμο με το album κομμάτι παντρεύεται με το αμέσως επόμενο “North East South West” και ο απόγονος αυτών είναι ένας punk χείμαρρος, ο οποίος ξαφνικά εξαφανίζεται όταν, μετά το τρίτο λεπτό του “North East South West”, δίνει τη θέση του στην alternative εκδοχή των Japandroids. Και συνεχίζουν έτσι, εναλλακτικά, και με το “True Love And A Free Life Of Free Will”. Λέξη-κλειδί της φάσης μέχρι τώρα; Η πολυφωνία, φυσικά.
Σε post-punk ρυθμούς με την τεχνολογία ν’ αναλαμβάνει αισθητά τα ηνία στο “I’m Sorry (For Not Finding You Sooner)” φαίνεται να κάνουμε εσκεμμένα ένα διάλειμμα από τα προηγηθέντα για να καλοδεχτούμε μάλλον τα επικείμενα. Ατμοσφαιρικά, εναλλακτικά και post rock-ικά ξεδιπλώνεται το μακροσκελές “Arc Of Bar” που προπορεύεται του “Midnight To Morning”, έχοντας και τα δύο μια πιο garage μαγκιά.
Στα πιο κλασικά μονοπάτια της rock περπατούν στο τελείωμα οι Japandroids με τα δύο τελευταία, “No Known Drink Or Drug” και “In A Body Like A Grave”. Κι έτσι, ο δίσκος, προφανώς, αποκτά μια κλιμάκωση.
Οι Japandroids έκαναν την επάνοδό τους με ένα δίσκο που, για να πω και την αλήθεια, θεωρώ πως κάποια θεματάκια στη μίξη ίσως και να υπήρχαν, καθώς τα drums σε πολλά σημεία υπολείπονται του συνόλου και μετά βίας ακούγονται. Ενώ, παρά τη χαρακτηριστική φωνή του King και το γρέζι του, ένιωσα πως τον έχανα. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι κακής παραγωγής, αλλά αντιθέτως φαίνεται αρκετά προσεγμένος. Επιπλέον, οι Brian King και David Prowse πρωτοτυπούν στο είδος τους κι αυτό κάνει τις δισκογραφικές δουλειές τους ακόμη πιο ενδιαφέρουσες. Δεν ήταν ότι δε μ’ άρεσε, απλά ίσως με κούρασε λιγάκι ή και με παίδεψε. Ωραίο album, αλλά δεν άγγιξε τόσο τα δικά μου σωθικά, όπως ας πούμε έκανε άξια το “Celebration Rock” του 2012.