Με τους Fuel Eater διασταυρώθηκαν οι δρόμοι μας πριν δύο χρόνια, αν δεν απατώμαι, σε live στη Σπάρτη και μου άρεσαν αρκετά από κοντά. Ήταν της φάσης μου κι είχαν πρόσφατο το πρώτο τους full-length album με τίτλο “Centralia”, που για πρώτο ολοκληρωμένο εγχείρημα δεν ήταν διόλου κακό. Έρχονται τώρα με την άφιξη του 2018 με μία ολοκαίνουρια δισκογραφική δουλειά εν ονόματι “Soberian Kinship” και, θέλοντας να είμαι απολύτως δίκαιη και αντικειμενική, πάντα βάσει της δικής μου αρεσκείας, για τους Fuel Eater στενοχωρήθηκα πολύ για το αποτέλεσμα που προέκυψε.
Έχασαν πολλά θετικά πρόσημα, κυρίως από την παραγωγή και τη μίξη, κι όχι τόσο συνθετικά, που θεωρώ πως είχαν μία γερή βάση σ’ αυτό το κομμάτι. Στην πραγματικότητα, ένιωσα να ακούω τα τύμπανα από το υπερπέραν, το μπάσο μπουκωμένο, να αλληλοκαλύπτονται τα όργανα όταν έπαιζαν όλοι μαζί και στο τέλος, δε σας κρύβω, πως άκουγα μόνο τα vocals καθαρά, αλλά η μουσική φάνηκε σαν να τους ακούω από το παλιό μου ραδιοφωνάκι. Αυτά ειλικρινά και μπορούν να συμβούν, χωρίς να μειώνει τις μουσικές δεξιότητες των μελών της μπάντας, αλλά μειώνοντας, όμως, το prestige της εκάστοτε δισκογραφικής προσπάθειας. Ήταν απλά μία άτυχη στιγμή και it’s okay!
Όσο αφορά τη σύνθεση, ήταν ξεκάθαρα πιο βελτιωμένοι σε σχέση με τα προηγούμενα albums κι αυτό φάνηκε στα ποικίλα στοιχεία που προσέθεσαν, κάτι που προέκυψε σίγουρα με το δέσιμο ενός καινούριου line-up που βρίσκει σιγά-σιγά το δικό του χαρακτήρα και τα σωστά θεμέλια. Στο πρώτο τους LP stoner – ίζουν περισσότερο, αλλά νομίζω πως τώρα heavy metal – ίζουν πιο πολύ. Southern ηχοχρώματα, επίσης, θα συναντήσετε, όπως γίνεται στο “Dome Below”, ας πούμε. Έχουν ήδη προηγηθεί δύο βαριά και μακροσκελή κομμάτια με όλη τη heavy υπόκρουση που διαθέτουν, τα “Who Am I” και “Dead End”.
Μετά το “Dome Below”, θα έρθει το “Pretty People”, που μπορείτε να ανταλλάξετε μία κουβέντα με την ψυχεδέλεια και την jazz διάθεση, ενώ επιστρέφουν στα βαριά ακούσματα με το “Cosmic Riffle”, που μπορώ να σας πω πως διαθέτει εναλλαγές από desert rock ‘n’ roll μέχρι και metalcore (!). Γενικότερα, τέτοιου είδους αλλαγές θα βρείτε σε όλη την έκταση του δίσκου τους. Εξού και δε θα μπορούσα να τους χαρακτηρίσω μονόχνοτους ή βαρετούς. Στο “Apathetic Whistle” θα μαλακώσουν, θα γίνουν πιο ανάλαφροι και θα μας μιλήσουν πιο rock ‘n’ roll – ικά. Στο ομώνυμο του δίσκου, “Our Soberian Kinship”, υπογράφουν doom και αργόσυρτα. Και θα κλείσουν με το όγδοο κομμάτι με το γερμανικό τίτλο “Standpunkt”, το οποίο είναι και το πιο ιδιαίτερο του album, ίσως αυτό που μου άρεσε και πιο πολύ, καταγράφοντας τη δική μου αλήθεια.
Κάνοντας τη σούμα μου, ακούγοντάς τον αυτόν τον δίσκο σφαιρικά, έχει κακό ήχο κι είναι η πρώτη εντύπωση όταν ακούς κάτι. Έχασαν πολύ κι ο λόγος ήταν μόνο αυτός. Οι Fuel Eater δούλεψαν πολύ και φάνηκε ακόμα περισσότερο, τόσο στιχουργικά όσο και συνθετικά. Αγάπησαν αυτή τη δουλειά τους πάρα πολύ. Και αυτό φαίνεται! Δεν μπορώ σίγουρα να πω πως ήταν αριστούργημα, αλλά αδιαμφισβήτητα δεν ήταν κακό, ήταν γνήσιο, τίμιο και αξιοπρεπές. Ήταν καλύτεροι, διαφορετικοί και πιο εξελιγμένοι από τα προηγούμενά τους, προσθέτοντας πολλά μουσικά στοιχεία, κι αυτό είναι θεωρώ το προσωπικό τους βραβείο, κάτι που το χρεώνω εννοείται στο τωρινό τους line-up που, μάγκες, να ξέρετε, νομίζω ότι δουλεύει. Εγώ περιμένω να τους ξαναδώ live και σίγουρα το επόμενο πόνημα, που ευελπιστώ να είναι το καλύτερό τους!