Ιndustrial pop, synth, electronic metal -και όμως!-, electronic rock, new wave, goth electro, dance rock και ένας ατελείωτος κατάλογος από music labels από τα οποία οι Depeche Mode καταφέρνουν και ξεγλιστρούν με το αμέσως επόμενο κάθε φορά album κυκλοφορούν. Χίμαιρα η προσπάθεια ένταξής τους σε ένα μουσικό καλούπι. Και εν μέρει γι’ αυτό το λόγο ειρωνικά προφητικό και ανορθόδοξο το όνομά τους: Depeche Mode a.k.a “βιαστική μόδα”, γιατί έχεις μια μπάντα η οποία κάθε άλλο παρά “βιαστικό” πέρασμα από τη μουσική έκανε (μετρούν ήδη κοντά 40 χρόνια μένοντας σταθερά at the top), και ωστόσο βιώνει σαν υπαρξιακό άγχος τη βιάση για συνεχή εξέλιξη, την ανάγκη να σπάσει κάθε φορά εκ νέου τα μουσικά όρια. Όχι μόνο τα δικά της, αλλά και αυτά που έχει θέσει η εκάστοτε ιστορική συγκυρία.
Έχεις λοιπόν μια μπάντα που ξεκινάει ως old-school electronic band. Fact. Synthesizers και 70’s look. Και σε ανύποπτο χρόνο , έχοντας συστηθεί και ήδη αγαπηθεί από Ευρώπη και τα περίχωρα με περισσότερο θα λέγαμε feel-good singles, όπως το “Just can’t enough”, πλασάρουν μέσα σε 3-4 χρόνια με το single “People are People” και το album “Some Great” Reward ένα ύφος περισσότερο σκοτεινό και gothic, σα προάγγελο αυτού που θα ακολουθήσει με το “Black (όντως black στιχουργικά και ηχητικά) Celebration”, που σηματοδοτεί την αρχή μιας απαράμιλλης τριλογίας για τα μουσικά δεδομένα. Ακόμη όμως κινούμαστε στο πεδίο της electro. Αν και είναι αισθητή η απομάκρυνση από αυτήν.
Είναι ένας χρόνος μετά με το “Music for the Masses” – σκωπτικός κι όμως αυτοεκπληρούμενος ο τίτλος – που και πάλι προσπαθώντας να διαρρήξουν τη πετυχημένη φόρμουλα που έχουνε οικοδομήσει, εισάγουν με τρόπο αισθητά πιο εμφανή την κιθάρα, η οποία ειδικά στο “Never Let me Down” έρχεται στο προσκήνιο.
Και από αυτό ακριβώς το σημείο εισάγεται και παγιώνεται στη συνέχεια με το album Violator (1990) η νέα εποχή για το group και η σημαντικότερη τομή στη μουσική ιστορία της ηλεκτρονικής μουσικής. Το synthesizer τρυπώνει στη rock και τη διαρρηγνύει (κυριολεκτικά violators οι Depeche). Έχουμε λοιπόν ως ενδεικτικότατο παράδειγμα της μουσικής αυτής καινοτομίας ένα “Personal Jesus” και το guitar riff του “Enjoy The Silence”. Το “Violator” είναι η “πιο Depeche Mode” στιγμή τους. Είναι η στιγμή που γεμίζει από συναίσθημα η κρυστάλλινη και παγωμένη ηλεκτρονική μουσική. Και έτσι εισβάλλουν στην playlist και του πιο σκληροπυρηνικού μέσου Αμερικανού rocker, ο οποίος τους ακούει πλέον απενοχοποιημένα, παραδίδοντας τα όπλα με υπόκλιση μπροστά στην εισβολή των Άγγλων από το Έσσεξ.
Και εκεί που νομίζεις ότι τα έχει δώσει όλα πια αυτή η μπάντα, επιστρέφει και πάλι διαφορετική με το Songs of Faith and Devotion (1993), όπου πλέον η κιθάρα με παραμορφωμένο ή μη ήχο έχει εισδύσει σε όλα τα κομμάτια. Έχουμε drums, φωνητικά εν είδει gospel, όπως στο λυρικό “Condemnation”, ακόμη και blues στοιχεία και grunge επιρροές. Η χαρωπή βιτρίνα της ηλεκτρονικής μουσικής και κάθε κυρίαρχο στίγμα της έχει μπει στο περιθώριο. Η μουσική τους αποπνέει θρησκευτικότητα και μια απαράμιλλη ambient κατανυκτική αίσθηση εσωτερικότητας που σε στοιχειώνει (βλ. -και προπαντός άκου- τα σαγηνευτικότατα “In your room, “I feel you”, “Walking in my Shoes”, με τα σπαρακτικά vocals του Dave). Πιο spiritual κατάσταση και σε στιχουργικό επίπεδο.
The rest is history για τη μπάντα αυτή σε μεγάλο βαθμό, η οποία ποτέ δεν έδωσε καμία αφορμή να ειπωθεί ότι ακολουθώντας την μία ή την άλλη τάση έκανε κάτι μη αντιπροσωπευτικό ή κάτι “έξω από τα νερά της” και εμφανίζει μέχρι και σήμερα εξαιρετικά δείγματα γραφής διατηρώντας το όλο ρετρο-φουτουριστικό της χρώμα, αν και ομολογουμένως σε φθίνουσα πορεία. Άλλωστε κάθε συνεπής αυταξία έχει την υποχρέωση απέναντι στον εαυτό της να αυτοκαταστρέφεται.
Η μουσική των Depeche Mode στιγμάτισε εν πολλοίς και χωρίς καμία υπερβολή αν όχι όλα, τα περισσότερα από τα μουσικά είδη. Διότι όταν σε διασκευάζουν από metal-heavy rock και indie rock μπάντες μέχρι Johnny Cash και Marilyn Manson σίγουρα έχεις με κάποιο τρόπο ξεπεράσει τους καθιερωμένους μουσικούς φραγμούς.
Παράλληλα μέσα από την γοητευτική απλότητα των στίχων που γράφει ο Martin -η ψυχή του γκρουπ που ενσαρκώνεται στη φωνή και την κινησιολογία του Dave- στίχοι “ανοικτοί” στην αποκρυπτογράφηση και “προσαρμόσιμοι” στην προσωπική του καθενός ιστορία, οι Depeche κατάφεραν με όχημα μια κατά τα φαινόμενα ανεβαστική, ελαφρώς camp (ιδίως στα music videos τους) και άκρως αισθησιακή μουσική να αναδείξουν “σκοτεινά” υπαρξιακά μοτίβα και να γίνουν δημοφιλείς σε παγκόσμια εμβέλεια μέσα από αυτά.
Οι Depeche Mode εμφανίζονται την Τετάρτη, 17 Μαΐου στο Terra Vibe Park. Περισσότερες πληροφορίες για το event θα βρείτε ΕΔΩ.