Αρχικά, να ζητήσω μία συγγνώμη για την τεράστια καθυστέρηση σε αυτό το review. Φαντάζομαι (και ελπίζω) ότι οι περισσότεροι έχετε ήδη μπει στον κόπο να ακούσετε τον καινούριο δίσκο των Converge, “The Dusk in Us”. Ωστόσο, για τους λίγους που δεν το έχουν κάνει ακόμα και γιατί μου αρέσει, θα γράψω κάποιες αράδες για έναν από τους σημαντικότερους δίσκους του 2017.
Θα ξεκινήσω με κάτι που φαίνεται να έχει καταντήσει κλισέ, παραμένει όμως αλήθεια: οι Converge ωρίμασαν. Το έχω πει και για άλλες μπάντες φέτος (βλέπε Amenra, για παράδειγμα) και δε νομίζω ότι είναι τυχαίο. Βέβαια, μιλάμε για αρκετά διαφορετικούς ήχους και ιστορίες, αλλά θεωρώ ότι η δεκαετία ΄10-΄19 είναι, και θα συνεχίσει μέχρι το τέλος, να είναι μία δεκαετία που ο σκληρός ήχος πραγματικά ωρίμασε και έβγαλε πολύ συνειδητοποιημένες και έντονες δουλειές. That being said, οι Converge δεν περίμεναν το 2017 για να ωριμάσουν, μετράνε ήδη 27 χρόνια ιστορίας με δουλειές που έχουν αγγίξει δυσθεώρητα ύψη (π.χ. “Jane Doe”). Έχει, όμως, ουσία η παρατήρηση περί ωρίμανσης, στα πλαίσια της συγκρότησης και συνειδητής προσέγγισης στην κατεύθυνση που έχει η μπάντα τα τελευταία χρόνια.
Το “The Dusk in Us”, σε πολλά επίπεδα, μου θύμισε το προηγούμενο “All We Love We Leave Behind”. Ο τελευταίος ήταν ένας πολύ δυνατός δίσκος, αλλά του έλειπε η συνοχή. Είχε κομμάτια έπη, αλλά είχε μία μικρή ανακολουθία. Και αν ο Bannon είχε δηλώσει τότε ότι το “All We Love We Leave Behind” είναι ο πιο συναισθηματικός και με μεγαλύτερες προοπτικές δίσκος τους, τότε το “The Dusk in Us” είναι πραγματικά το αποτέλεσμα της δουλειάς που έγινε τότε.
Ο δίσκος ανοίγει με το “A Single Tear” στο γνώριμο ύφος των Converge, με χαοτικές κιθάρες και riffs, hardcore διάθεση, μελωδία και ένταση. Τα κομμάτια που ακολουθούν και, οδηγώντας στο ομώνυμο, έκτος στη σειρά, σταδιακά απλώνονται με πιο ήρεμα περάσματα και, ενώ συνεχίζει να υπάρχει το hardcore υπόβαθρο, είναι εμφανές ότι η συναισθηματική ένταση δίνει τη θέση της σε σε πιο βαριά και σκοτεινά συναισθήματα, που εκφράζονται μέσα από πιο αργά μέρη. Η κορύφωση αυτού του μέρους έρχεται με το αδιανόητο “The Dusk in Us”, το οποίο μάλιστα χαρακτηρίζεται (όπως και όλος ο δίσκος) από την εξαιρετική στιχουργική δουλειά της μπάντας, στην οποία όμως δεν θα μπω, καθώς καλό είναι να εξερευνήσει τα νοήματα ο καθένας μόνος του.
Η συνέχεια αποτελείται από άλλον έναν παρόμοιο κύκλο, με το “Wildlife” να σε βγάζει με βία από την εσωστρέφεια του προηγούμενου. Ακολουθεί το “Murk & Marrow” με έντονη sci-fi αισθητική και ένα επαναλαμβανόμενο drumming σε σημεία που σε τσιτώνει. Η μπασογραμμή στην εισαγωγή του “Trigger” είναι από άλλον πλανήτη και το κομμάτι πραγματικά μπορεί να λειτουργήσει ως μικρογραφία του δίσκου. “The world ’s a trigger seemingly without end / You have to bury the gun to finally make sense of it”, απλά έπος. Το κλείσιμο του δίσκου φέρνει έναν ακόμα μικρό κύκλο με το “Cannibals” στην τσίτα, “Thousands of Miles Between Us” να σε προσγειώνει και κλείνει με ένα από τα highlights του δίσκου, το ογκώδες “Reptilian”.
Μετά από πέντε χρόνια απουσίας οι Converge μας χάρισαν ένα ακόμα διαμάντι, το οποίο θα μνημονεύεται στα χρόνια που θα ακολουθήσουν. Η μπάντα πατάει πιο γερά στα πόδια της από ποτέ και είναι έτοιμη για ακόμα μεγαλύτερα πράγματα. Το curation του Bannon στο φετινό Roadburn το μαρτυρά. Αν έχετε δε την οικονομική δυνατότητα, το εξώφυλλο του βινυλίου είναι απλά μαγευτικό. Μα τι δισκάρες έχουν κυκλοφορήσει φέτος;!;!;!