Κυριακή, 19 του μήνα, και πολλοί επέλεξαν να βρεθούν στο γήπεδο για το κλασικό ντέρμπυ της Αθήνας. Κάποιοι άλλοι, και εγώ ανάμεσα τους, είχαν άλλα σχέδια… Στο Gagarin 205 μας περίμεναν οι Blonde Redhead.
Ανταπόκριση: Παναγιώτης Ντυλγέρης / Φωτογραφίες: Ιωάννα Κίτρου (περισσότερες εδώ)
Τη βραδιά άνοιξε ο Jack Heart όπου μας ενημέρωσε και και για τη θερμή παράκληση του “τρίου” να μην καπνίζουμε κατά τη διάρκεια της συναυλίας και αρκετός κόσμος το σεβάστηκε, ευτυχώς. Ομολογώ ότι δεν είχα ξανακούσει κανένα κομμάτι του Jack Heart, αλλά μπορώ να πω ότι ήταν αρκετά ευχάριστος και χαλαρός με μια φωνή που μου θύμισε αρκετά τον Hoyem. Ακροβατώντας ανάμεσα σε folk, country και rock n’ roll μονοπάτια κέρδισε το κοινό λαμβάνοντας το ζεστό του χειροκρότημα σε κάθε του τραγούδι. Λίγο πριν παραδώσει τη σκυτάλη στους Βlonde Redhead μας ευχαρίστησε που του δώσαμε την ευκαιρία να το ζήσει, όπως είπε, και ανανέωσε το ραντεβού του για την επόμενή εμφάνιση.
Οι Blonde Redhead βρέθηκαν στη σκηνή ακριβώς στις 22:33 και οι ελπίδες μου ότι θα γεμίσει το Gagarin δεν πραγματοποιήθηκαν. Παρ’όλα αυτά, ο κόσμος ήταν αρκετός, αναλογιζόμενος κανείς ότι ήταν Κυριακή. Ένα πράγμα που με εξέπληξε σχεδόν αμέσως, είναι η επιλογή των κομματιών τους καλύπτοντας σχεδόν ολόκληρη τη δισκογραφία τους πηγαίνοντας με αρκετά χρόνια πίσω στη εφηβική μου ηλικία. Σε ό,τι αφορά την εμφάνιση τους και παρότι η περιοδεία τους έληγε στην πόλη μας, όλες τις λεπτομέρειες από τα CD τις άκουσα δίχως το παραμικρό λάθος και ίσως το μόνο downside, που είναι έως ένα σημείο φυσιολογικό, ήταν η έλλειψη ενέργειας μετά από τις σχεδόν καθημερινές τους εμφανίσεις!
Το setlist είχε πολλές αναφορές στα δύο αγαπημένα μου albums, “Miseryis a butterfly” και “23”, γι’ αυτό και δεν θα με ακούσετε να παραπονιέμαι αλλά μου άρεσε και πολύ που μας παρουσίασαν και καινούρια κομμάτια από τον δίσκο τους “3 o’clock”. Kατά τη διάρκεια του encore ακούσαμε ίσως τα τραγούδια που όλοι περιμέναμε να ακούσουμε σε όλο το live -κάλιο αργά παρά ποτέ- καταφέρνοντας έτσι να σου κολλήσουν ένα χαμόγελο ενώ αποχωρούσες από τον συναυλιακό χώρο μέχρι τη στιγμή που αναπόφευκτα θα έπεφτες για ύπνο.