Η δύσκολη προχωρημένη καλοκαιρινή ημερομηνία δεν απέτρεψε τους 400 περίπου φίλους του γνήσιου παραδοσιακού metal να δώσουν το παρόν στο club της Λιοσίων για να τμήσουν τους Αμερικάνους θεούς από το Seattle.
Ανταπόκριση: Γιώργος Ξενικουδάκης / Φωτογραφίες: Ιωάννα Κίτρου (περισσότερες εδώ)
Την αποστολή του ζεστάματος του κοινού ανέλαβε το Ελληνικό supergroup των Diviner οι οποίοι δημιούργησαν θετικό θόρυβο γύρω από το όνομά τους με το ντεμπούτο album τους “Fallen Empires”. Αν και δεν διεκδικούν δάφνες πρωτοτυπίας, η τεράστια φωνή και σκηνική άνεση του Γιάννη Παπανικολάου και η τεχνική δεινότητα των μουσικών της μπάντας κατάφεραν να “κουνήσουν” το κοινό. Ιδιαίτερα θετικής αντιμετώπισης έτυχαν τα “Evilizer” και “Riders From the East” ενώ μάθαμε και ότι το νέο τους album έρχεται κάποια στιγμή μέσα στο 2018.
Γύρω στις 22:15 οι Sanctuary ανέβηκαν στη σκηνή και ξεκίνησαν με ένα σερί τριών τραγουδιών από το τελευταίο “κανονικό” τους album “The Year the Sun Died”. Ακούσαμε τα “Arise and Purify”, “Let the Serpent Follow Me” και “Exitium (Anthem of the Living)” στα οποία οι αντιδράσεις του κοινού ήταν μάλλον χλιαρές πράγμα που συνεχίστηκε σχεδόν σε όλη τη συναυλία. Μόνο μια μικρή ομάδα 30-40 ατόμων στα δεξιά της σκηνής χτυπιόταν και τραγούδαγε σε όλη τη διάρκεια του σετ. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο Dane να περνά την περισσότερη ώρα μπροστά τους απευθυνόμενους σε αυτούς.
Η συνέχεια ανήκε στα δυνατά “Die for My Sins”, “Seasons of Destruction”, “Future Tense” και τη φοβερή διασκευή στο “White Rabbit” των Jefferson Airplane. Οι νέοι στο συγκρότημα Attila Vörös (γνωστός από τους Nevermore) στην κιθάρα και George Hernandez (είχε ξαναπαίξει με την μπάντα το 1988 όταν ο Jim Sheppard έσπασε το χέρι του) στο μπάσο είναι φοβεροί παίχτες. Το line up όμως δεν έχει “δέσει” εντελώς με αποτέλεσμα κάποια τραγούδια, ιδιαίτερα από τους πρώτους δίσκους να ακούγονται ασαφή. Η εντύπωση αυτή ενισχύθηκε και από την ποιότητα του ήχου ο οποίος, με σκαμπανεβάσματα, κινήθηκε μεταξύ μέτριου και οριακά καλού.
Παράδειγμά καλής εκτέλεσης ήταν τα “Question Existence Fading” και το φοβερό “Eden Lies Obscured” ενώ σε αντίθεση τα “The Year the Sun Died” και “The Mirror Black” μάλλον δεν πέρασαν τη δυναμική τους στο ακροατήριο. Ο Warrel Dane έκανε πραγματικά ότι μπορούσε βγάζοντας περίπου το 50% της “φαλτσέτο” φωνής του, αλλά με ιδιαίτερη δυσκολία. Σας frontman ήταν αρκετά ενεργητικός και ομιλητικός, όχι πάντα με επιτυχημένο αποτέλεσμα, κυρίως λόγω του χοντροκομμένου του χιούμορ.
Η φοβερή εκτέλεση του “Taste Revenge” στο encore ήταν η μόνη που προκάλεσε έντονη πώρωση στο κοινό και σχετικό mosh pit και έκλεισε έτσι με θετικό τόνο μια μάλλον μέτρια εμφάνιση που στηρίχτηκε κυρίως στα φοβερά τραγούδια της μπάντας και λιγότερο στην ψυχική κατάθεση της ίδιας αλλά και του κοινού. Ελπίζουμε την επόμενη φορά να τους δούμε σε χειμερινή ημερομηνία με υλικό από το επόμενο album τους.