Ίσως η πιο σημαντική γυναίκα της πειραματικής μουσικής εν ζωή. Και σίγουρα μία από τις πιο αγαπημένες φιγούρες της goth υποκουλτούρας. Η τραγουδίστρια με την φωνή των 5 οκτάβων, η Diamanda Galas, επιστρέφει μετά από περίπου εννέα χρόνια στην Ελλάδα, για μία μόνο βραδιά στο Μέγαρο Μουσικής τις 20 Μαϊου.
Για να καταλάβει κανείς όμως τί εστί Diamanda Galás, και για να καταλάβει τί ακριβώς είναι η μουσική της Diamanda Galás, δεν μπορεί παρά να τρέξει στο παρελθόν.
Ελληνίδα στην καταγωγή, μα γεννημένη και μεγαλωμένη στην Αμερική, η Diamanda Galás από πολύ μικρή ήρθε σε επαφή με πολλά και διαφορετικά είδη μουσικής καθώς προέρχεται και από μία οικογένεια μουσικών. Από blues και spirituals μέχρι και λαϊκά ρεμπέτικα και αμανέδες, η Galas απορροφούσε όλα τα μουσικά ερεθίσματα χωρίς ποτέ όμως να επαναπαύεται. Η κλίση της και το πάθος της για την πειραματική/avant-garde μουσική όμως ήταν αυτό που χάραξε την πορεία της ως καλλιτέχνιδα. Κάτι το οποίο καταμαρτυρούν και τα πρώτα της βήματα στην μουσική εξάλλου. Αφήνοντας την γενέτειρας της, επιλέγει την Γαλλία ως το νέο της στέγαστρο για να εμπλουτίσει τις μουσικές της γνώσεις και εκεί είναι που αρχίζει να διαμορφώνεται η Galás του σήμερα.
Η πρώτη της εμφάνιση καταγράφεται το 1979, σε jazz αυτοσχεδιασμούς με τον Jim French και ως σολίστρια στην όπερα “un jour comme un autre” του Σλοβένου avant-garde συνθέτη Vinko Globokar, που για μία στιγμή υπηρξε και συνεργάτης μίας από τις μεγαλύτερες φιγούρες της σύγχρονης κλασικής μουσικής, του Karlheinz Stockhausen.
«Viva la Revolucion» αρθρώνει ξανά και ξανά η Galás στο έργο. Και η αλήθεια είναι πως αν και είναι διαφαίνεται η πολιτική χροιά στην καλλιτεχνική της παραγωγή, η Galás έβαζε πάνω από όλα την αισθητική και μουσική ακεραιότητα των έργων της.
Το μεγάλο ντεμπούτο της Galás γίνεται με την κυκλοφορία του album “Litanies of Satan”, από το ομότιτλο κομμάτι “Litanies of Satan”, μία μελοποίηση του ξακουστού ποιήματος του Μπωντλαίρ, από τα «Άνθη του Κακού» – κομμάτι ορόσημο για την καριέρα της Galás. Το album εκδίδεται κυκλοφορεί πρώτα στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1982, και λίγα χρόνια μετά, το 1989, στην πατρίδα της, την Αμερική. Στο album αυτό, η Galas πειραματιζεται με τον ηλεκτρονικό ήχο και την ίδια την ανθρώπινη φωνή˙ πολλαπλές ηχογραφήσεις, musique concréte και μία φωνητική έκφραση που σε πολλά σημεία αποκόβεται πλήρως από την ανθρώπινη ομιλία, μετουσιώνοντας την φωνή σε ένα άλλο μουσικό όργανο.
Στο επόμενό της album, “Diamanda Galás” (1984), πιο ήμερο σε ύφος από το ντεμπούτο της, και πιο πολιτικοποιημένο, αφιερώνει το κομμάτι “Τραγούδια Από Το Αίμα Έχουν Φόνος” στα θύματα της Ελληνικής Δικτατορίας.
Αυτό όμως που κάνει την Galás γνωστή στο ευρύτερο κοινό είναι αναμφίβολα η προκλητική δημόσια εικόνα της και η εκρηκτική, σχεδόν εκστατική παρουσία της πάνω στην σκηνή. Από την αρχή της καριέρας της η Diamanda Galás φλερτάρει με το «Άλλο» της συντηρητικής, θεοσεβούμενης Αμερικάνικης μέσο-αστικής τάξης, κάτι που ελκύει την τότε ακόμα υπερδραστήρια υποκουλτούρα των goth.
Η αντίσταση όμως της Galás δεν ήταν χωρίς αιτία. Με τον αδερφό της να έχει προσβληθεί από την νόσο του AIDS, σε μία περίοδο που η διαπόμπευση των οροθετικών είχε το απροχώρητο, η Galas ένιωσε στο πετσί της πόσο άσπλαχνος και χυδαίος μπορεί να γίνει ο άνθρωπος. Και ακριβώς σε αυτό αντετίθεντο η Galas με οργή. Μαζί με τον αδερφό της, επίσης μουσικό (και συγγραφέα), Philip-Dimitri Galás, προχωρά σε ένα επιχείρημα σταθμό για την καριέρα της, την τριλογία “Masque of the Red Death”˙ απαρτιζόμενη από τις κυκλοφορίες “The Divine Punishment” (1986), “Sound Οf Τhe Pit”(1986), “You Must Βe Certain Οf The Devil” (1988). Η τριλογία αυτή ήταν ένα έπος-μομφή προς υπεράσπιση της οροθετική κοινότητας, και κάθε άλλης καταπιεσμένης κοινωνικής ομάδας – σαν το προσωπικό της μανιφέστο. Βασισμένη στην Παλαιά Διαθήκη, τους ποιητές της Παρακμής και την gospel, η τριλογία ήταν ένας μουσικός χώρος πειραματισμού και εξερεύνησης για την Galas όσον αφορά την σύνθεση και την φωνητική της δεινότητα.
Ο αδερφός της Galás, δυστυχώς δεν θα προλάβει την ολοκλήρωση της τριλογίας, καθώς καταλήγει το 1986. H Galas όμως συνεχίζει και τιμά την μνήμη του αδερφού της. Από το αλλόκοσμο live album στoν καθεδρικό ναό του Saint John the Divine στην Νέα Υόρκη “Plague of Mass” (1991) μέχρι το blues-influenced “The Singer” (1992), αφιερωμένο σε όλους τους οροθετικούς, αλλά και το “Vera Carva” (1993) εμπνευσμένο από τις συνθέσεις του αδερφού της.
Το επόμενό της πόνημα, έμελλε να καταπλήξει το ήδη φανατικό κοινό της. Το 1994 συνεργάζεται με τον πρώην μπασίστα των Led Zepelin, John Paul Jones, για το “The Sporting Life”. Μία κυκλοφορία που διέφερε ευχάριστα από τις προηγούμενες. Ριζωμένη στα blues όσο ποτέ άλλοτε και με κεντρικό θέμα τις ερωτικές σχέσεις, η Galás απέδειξε την virtuosité της στον φωνητικό αυτοσχεδιασμό πάνω σε μία μουσική φόρμα πιο «βατή» για το ευρύ κοινό με επιδράσεις απο τα Αμερικάνικα blues και την rock.
Αλλά καθώς την Diamanda Galás άνετα την λες άνθρωπο ή του ύψους ή του βάθους, αυτό το αναπάντεχο του “Sporting Life” θα είναι μόνο μία μικρή groovy έκλαμψη μέσα στην δισκογραφία της. Το 1996 η Galás επιστρέφει με ένα από τα πιο ερμητικά και δυσεύρετα album της, το “Schrei X”, πάνω στην πεπατημένη που όλοι την γνωρίσαμε και αγαπήσαμε. Αψηφώντας τα όρια για το τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος με την φωνή του, δίχως κανένα μουσικό όργανο και μόνο με την βοήθεια κάποιων samples, effects και περίσσεια θεατρικότητα, ακούγοντάς το “Schrei X” σου δίνεται την εντύπωση πως βλέπεις κινηματογράφο χωρίς εικόνα – μόνο με τον ήχο.
Από το “Schrei” X και μετά, έχοντας πιά φτάσει στο peak του πειραματικού ήχου, η Galas γυρνά στις πιο «παραδοσιακές» συνθέσεις. Στους μετέπειτα δίσκους της (“Malediction and Prayer”, “Defixiones: Will and Testament”, “La Serpenta Canta”, “Guilty, Guilty, Guilty”), την ακούμε να τραγουδά αισθαντικά από blues μέχρι φλαμένκο μέχρι και ελληνικά ρεμπέτικα όπως το «Καίγομαι, Καίγομαι» του Γκάτσου/Ξαρχάκου.
Πέρα όμως από την σόλο καριέρα της η Diamanda Galás έχει συνεργασθεί με ονόματα τόσο ετερόκλητα μεταξύ τους όσο ο John Zorn και οι Rotting Christ. Κάνοντας ένα μικρό διάλειμμα από την μουσική, στρέφει την προσοχή της στον κινηματογράφο. Κάνοντας κάτι ανάλογο με ό,τι έκανε ο Antonin Artaud στο θέατρο, η Galas επιστρέφει στο “Schrei X”, κάνοντας μία ταινία, ή καλύτερα video object, με τον τίτλο “Schrei 27”.
Πέραν τούτου, η Galas, δίνει επίσης την φωνή της για τις ταινίες “Dracula” του Coppola και “Ring Two” του Hideo Nakata ενώ πιο πρόσφατα, στο “The Conjuring” του James Wan.
Η επιστροφή της Galás στην μουσική σημαίνεται με το live album “At Saint Thomas The Apostle Harlem”. Με την φωνή της και ένα πιάνο, σαν το καλό κρασί, η Diamanda Galás μας θυμίζει πόσο μας είχε λείψει και ας μην είναι όπως όταν την πρωτογνωρίσαμε στο “Litanies Of Satan”.
Η περίπτωση της Diamanda Galás ορίζεται το λιγότερο ως αξιοπερίεργη. Η ίδια, ακολουθεί μία μουσική δύσκολη, αυτή της σύγχρονής κλασσικής, που άπειρες φορές έχει κατηγορηθεί ως απρόσιτη, διότι ας μην ξεχνάμε πως η Galás έχει καταπιαστεί με μουσικές φόρμες από musique concrète μέχρι και ατονική. Ακόμα περισσότερο, η Galas έχει δικαίως τιμηθεί το 2005 με το Βραβείο Demetrio Stratos, ονομαζόμενο από έναν άλλον σημαντικό Έλληνα μουσικό της πειραματικής μουσικής και δη της πολυμορφικής φωνητικής έκφρασης, που αποδείχθηκε επιδραστικότητας για το συνολικό μουσικό ύφος της Diamanda Galás. Μολονότι η σοβαρότητα της Galás απέναντι στην μουσική της και την ακτιβιστική της δραστηριότητα είναι αναμφισβήτητη, παρόλα αυτά, είναι δύσκολο να την κατατάξεις σε αυτόν τον κλειστό κύκλο των σύγχρονων κλασσικών. Η αύρα της και η παρουσίας της από την άλλη, έυκολα σε οδηγούν στο συμπέρασμα πως η Galás είναι goth. Όμως η Galás απορρίπτει τον χαρακτηρισμό αυτό επανειλημμένα, απαντώντας με την δήλωση «Δεν είμαι Γοτθική, είμαι Ελληνίδα».
Και όπως και αν θέλει να αυτοπροσδιορίζεται ο κάθε καλλιτέχνης, οφείλουμε να αναγνωρίζουμε το τραγικό στοιχείο της μουσικής της, και ακόμα περισσότερο, το Διονυσιακό. Μα ακόμα πιο πολύ, το πεισιθάνατο.
Περισσότερες πληροφορίες για την εμφάνισή της στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών θα βρείτε ΕΔΩ.