Ένα από τα καλύτερα συγκροτήματα του σύγχρονου σκληρού προοδευτικού ήχου, οι σταθερά εξελισσόμενοι, ταπεινά έξυπνοι και μουσικά ανήσυχοι Mastodon, φέρνουν στο φως μετά από δύο χρόνια “σιγοβρασίματος” μουσικού υλικού το “Emperor of Sand”. Την παραγωγή την ανέλαβε ακόμα μια φορά ο Brendan O’Brien, ο οποίος επίσης είχε κάνει του “Crack The Skye” πίσω στο 2008.
Το εξώφυλλο είναι η οπτικοποίηση του τίτλου παρουσιάζοντας τον “Emperor”, ο οποίος σύμφωνα με το concept του album, τιμωρεί με θανατική ποινή έναν άνθρωπο στην έρημο, και αυτός απεγνωσμένα τριγυρνάει στην καυτή άμμο για να ξεφύγει από τη μοίρα που του επιβλήθηκε. Στο τέλος ο ίδιος καταλήγει νεκρός, αλλά ταυτόχρονα λυτρωμένος. Όπως έχουν δηλώσει τα μέλη του συγκροτήματος όλη η ιδεά προέρχεται από την εμπειρία των ίδιων και των κοντινών τους προσώπων με τον καρκίνο.
Περισσότερα για τη μουσική τώρα και λιγότερα για τα παραμύθια και τους παραλληλισμούς. Εναρκτήριο κομμάτι αποτελεί το “Sultan’s Curse”. Στο πρώτο μισό συναντάς την κλασσική αύρα των Mastodon, δηλαδή χοντροκομμένα riffs με μελωδικές trippy αλλαγές, ενώ στο δεύτερο εμφανίζεται στα φωνητικά ο Brann κάνοντας θαύματα. Το επόμενο τραγούδι είναι και το πιο αμφιλεγόμενο. Το “Show Yourself” βγήκε στη κοινή θέα μετά το “Sultan’s Curse”, και φάνηκε να θυμίζει το αντίστοιχο “Motherload” σε groove και “χαρά”, στεναχωρόντας τους σκληροπυρινικούς οπαδούς των αρχικών album. Εγώ απλώς θα το περιέγραφα σαν αδιάφορη σύνθεση σε σχέση με τα υπόλοιπα.
Τα επόμενα τέσσερα κομμάτια, “Precious Stones”, “Steambreather”, “Roots Remain”, “Word to The Wise” είναι ακριβώς αυτό που περίμενα όταν ανακοινώθηκε η κυκλοφορία του “Εmperor of Sand”. Με πρωταγωνιστή πάλι τον Brann στα φωνητικά, το multitasking εργαλείο της μπάντας, η μελωδικότητα των τραγουδιών απογειώνεται χαρίζοντας ιδιαίτερες μουσικές στιγμές. Εδώ που τα λέμε μάλλον σε όλο το album έχει κυρίαρχο ρόλο ο άνθρωπος πίσω από το drum kit παρ’όλο που έχει εστιάσει στο groove της φάσης και όχι στις “τρέλες” εποχών “Blood Mountain” (ποιός ο λόγος βέβαια να κάνει τα ίδια και τα ίδια). Φυσικά δε γίνεται να αγνοήσουμε τις ιδιοφυίες που κρύβονται στα κιθαριστικά μέρη, Brent και Bill, όπως άλλωστε και το “συμπαγές” παίξιμο στις χαμηλές συχνότητες από τον κύριο Sanders.
Σειρά έχει το “Ancient Kingdom” που για κάποιο λόγο δε μου φαίνεται και τόσο επάξιο ώστε να συμπεριληφθεί σε αυτή τη συλλογή. Ίσως φταίει το γεγονός ότι στα refrain o Sanders προσπάθησε να φέρει λίγα χαρακτηριστικά από το, προσωπικά ψιλοαδιάφορο, side project του, “Gone is Gone”. Ύστερα, προστίθεται το “Clandestiny” με τα αγαπημένα όλων, τύπου hillbilly “νιαουρίσματα”, φωνητικά του Brent, και το “Andromeda” που ακόμα μια φορά ο Dailor, συμβάλλει στο ψυχεδελικό στοιχείο σε συνδυασμό με τις κιθαριστικές πολυπλοκότητες. Στο τέλος του κομματιού συμμετέχει μεταξύ άλλων και ο Kevin Sharp, πρώην bandmate του Sanders στους Lethargy. Ευχάριστη και τυπική προσθήκη στο album είναι και o Scott Kelly των Neurosis, που δανείζει λίγο από την “αγριότητά” του στο “Scorpion Breath”, ίσως το πιο “βαβούρικο” και ωμό τραγούδι απ’όλα. Επίλογο αναλαμβάνει να σχηματίσει το “Jaguar God”, το οποίο ξεκινάει με ακουστικές κιθάρες και αρμονικές φωνητικές γραμμές του Brent και χτίζεται διαρκώς “βαραίνοντας” σιγά σιγά το κομμάτι φτάνοντας στην κορύφωση. Αγαπημένη στιγμή είναι σίγουρα η country-ανατολίτικη αλλαγή του πανδεμόνιου Hinds στη μέση θυμίζοντας τo αντίστοιχο σημείο στο “old but gold” “Megalodon”.
Αν συλλογιστεί κανείς την έως τώρα πορεία των Mastodon, θα βρεθεί αντιμέτωπος με επτά εξαίσια albums, ισάξια και διαφορετικά, πάνω απ’όλα, μεταξύ τους. Το μουσικό ταξίδι φαίνεται να μην τελειώνει ακόμα. To “Emperor of Sand”, όπως και κάθε άλλο προηγούμενο album αναδεικνύει μια νέα πτυχή του συγκροτήματος και δείχνει ικανό να ευχαριστήσει ακόμα και τα πιο περίεργα γούστα με τους ποικίλους τρόπους που “ξετυλίγεται” μετά από ένα προσεκτικό άκουσμα. Totally approve.
Γιώργος Ρούβαλης
Το θετικό με το να γράφεις κριτικές για συγκροτήματα του επιπέδου των Mastodon είναι ότι δεν χρειάζεται να αναλωθείς ιδιαίτερα στο να πεις ποιοι είναι αυτοί οι τύποι. Οι Mastodon έχουν δημιουργήσει σχολή στο σύγχρονο μέταλ με χιλιάδες επίδοξους μιμητές. Λίγα ιστορικά πράγματα όμως αξίζει να σημειωθούν εδώ, καθώς μετά την κυκλοφορία του αριστουργηματικού “Crack the Skye” η μπάντα έχει δεχτεί πολλές κριτικές για την κατεύθυνση που έχει ακολουθήσει. Τόσο το “The Hunter” όσο και το “Once More Round The Sun”, παρότι ικανοποιητικά μεγάλες εμπορικές επιτυχίες, δίχασαν κάπως την βάση των οπαδών τους που δίψαγε για άλλο ένα “Leviathan” ή άλλο ένα “Blood Mountain”.
Για οποιαδήποτε άλλη μέση μπάντα, αυτός ο δίσκος, ακριβώς λόγο αυτής της διάσπασης, θα αποτελούσε στοίχημα. Κάτι τέτοιο δεν ίσχυει για τους Mastodon. Δεν τους νοιάζει γιατί είναι από τα συγκροτήματα που ξέρουν τι θέλουν να παίξουν και αυτό ακριβώς θα κάνουν, χωρίς ιδιαίτερες εξωτερικές παρεμβολές, με ότι θετικό ή αρνητικό αυτό συνεπάγεται (γιατί δεν είναι πάντα θετικό).
Το “Emperor of Sand” είναι το νέο πόνημα των μαστόδοντων λοιπόν, και αποτελεί έναν αμιγώς concept δίσκο. Στιχουργικά ασχολείται με θέματα όπως ο καρκίνος, το πεπερασμένο της ανρθώπηνης ζωής, τον φόβο για τον θάνατο αλλά και την λύτρωση που μπορεί να προσφέρει. Στο μουσικό κομμάτι, είναι η πιο ενιαία δουλειά που έχουν κάνει από το “Crack…”, αν και δεν αντλεί τις μουσικές του επιρροές από εκεί, τουλάχιστον όσι σε μεγάλο βαθμό. Το “Emperor…” είναι ένα album που ακούγεται πολύ καλύτερα ως σύνολο παρά ως ξεχωριστά κομμάτια, με σφιχτά δεμένα μουσικά θέματα και ουσία στην διαδοχή των κομματιών και στην εναλλαγή των θεμάτων.
Για τα πάμε και στα επί μέρους, το ύφος των τραγουδιών κινείται κάπου ανάμεσα σε “Blood Mountain”, τουλάχιστον στα heavy σημεία του δίσκου, και “The Hunter”. Αν και υπάρχουν στοιχεία από το “Once More Round The Sun”, σίγουρα η προσέγγιση στην σύνθεση είναι πολύ διαφορετική και αυτό φαίνεται στο σφιχτό αποτέλεσμα, κάτι που έλειπε από το hit or miss “Once …”. Τα πρώτα δείγματα είχαν ξινίσει αρκετό κόσμο, ειδικά το έντονα pop “Show Yourself” το οποίο φτάνει να θυμίσει Queens of the Stone Age έως και Foo Fighters (θα πέσει φωτιά να με κάψει) σε σημεία. Το “Andromeda”, το τελευταίο κομμάτι που μας δόθηκε πριν την κυκλοφορία του δίσκου, είναι αρκετά χαρακτηριστικό του συνόλου. Κομμάτια μεσαίας διάρκειας (μόνο τρία κομμάτια ξεπερνάνε τα 5′), με πολύ μεγάλα ριφφς και έντονο groove. Το τελευταίο είναι πολύ ξεκάθαρο στο sludge-y “Steambreather”. Γνωστή και αναμενόμενη, πλέον, η συμμετοχή του Scott Kelly στο “Scorpion Breath”. Ο δίσκος κάνει μια κοιλιά λίγο μετά την μέση στο κάπως αδιάφορο “Ancient Kingdom”, παρά το επικό ρεφρέν του, και στο “Clandestiny” που είναι απλώς ΟΚ. Πολύ ιδιαίτερο το “Roots Remain” με εκπληκτική κιθαροδομία. Ο δίσκος κλείνει με το “Jaguar God”, το μεγαλύτερο σε διάρκεια και πιο ψυχεδελικό κομμάτι που έρχεται να επιστεγάσει το concept και να φέρει την αναγκαία λύτρωση.
Είναι λοιπόν καλός ή κακός ο καινούριος δίσκος των Mastodon; Η απάντηση δεν είναι ξεκάθαρη και έγκειται στις προσδοκίες του καθενός. Αν ελπίζεται να ακούσετε οτιδήποτε κοντά σε “Remission” ή “Leviathan” τότε θα απογοητευτείτε και καλύτερα να μην δοκιμάσετε καν. Υπάρχουν άλλες μπάντες που πιάσανε το νήμα από εκεί και συνεχίζουν. Αν ψηθήκατε με τους 2 προηγούμενους δίσκους, τότε είναι ξεκάθαρο ότι η μπάντα έχει πάει ένα βήμα παραπέρα. Το γεγονός ότι ο δίσκος, όπως ήδη αναφέρθηκε, αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο δουλεύει υπέρ του και κρύβει αρκετά καλά πολλές από τις αδυναμίες της μπάντας, που ήταν εμφανείς στο “Once…”. Υπάρχουν μέσα και χιτάκια, υπάρχουν και συναυλιακά κομμάτια αλλά βασικά υπάρχει ατμόσφαιρα και η εμπειρία της απόλαυσης ενός ολοκληρωμένου έργου. Προσωπικά δεν θα τον κατέτασσα στους καλύτερους Mastodon δίσκους, μιας και όσο καλός και να είναι δεν μπορεί να συγκριθεί με τα μεγαθήρια που ήταν οι πρώτες τους κυκλοφορίες (όχι μόνο μουσικά αλλά και ποιοτικά). Ωστόσο είναι ένα άλμπουμ που ευχαριστήθηκα πολύ περισσότερο από τα 2 τελευταία και σίγουρα θα το ακούω για το υπόλοιπο της χρονιάς, μιας και υπάρχουν αρκετά πράγματα μέσα για να ανακαλύψεις.
Άρης Πολιτόπουλος