Το να καλείσαι να κρίνεις μια δουλειά την οποία συνυπογράφει φιλικό σου πρόσωπο εμπεριέχει σε μεγάλο βαθμό έναν κίνδυνο. Τον κίνδυνο του να υπερβάλεις αν σου αρέσει το αποτέλεσμα ή να καλύψεις την δυσαρέσκειά σου κάτω από γενικά λόγια με θετικό πρόσημο. Το να ξεκαθαρίζεις από την αρχή ότι αν δεν σε ικανοποιήσει το αποτέλεσμα τότε αυτό θα καθρεπτιστεί στο κείμενό σου ίσως βοηθάει λίγο αλλά και πάλι μετά νιώθεις μια, ας πούμε ηθική, υποχρέωση να μην απογοητεύσεις τον φίλο που άφησε τη δουλειά του στη κρίση σου.
Έχοντας στο νου αυτά λοιπόν, ανέλαβα να παρουσιάσω εδώ το ντεμπούτο album των Devo Range οι οποίοι εδρεύουν στη Θεσσαλονίκη. Η ιστορία τους αρχίζει το 2013 και μετά από μία ομώνυμη demo κυκλοφορία το 2014 και πολλά live, φτάνουμε στο σήμερα. Το “The Whorehouse Sessions” κυκλοφόρησε πριν μερικούς μήνες και στο οπλοστάσιό του έχει 8 κομμάτια που κυμαίνονται στο heavy/hard rock φάσμα. Αν μέσα στο “whorehouse” στεγάσουμε τα στραβά του κόσμου γύρω ή μέσα μας, τότε έχουμε έναν δίσκο με ένα απλό concept: Την πάλη, τις ήττες και τον τελικό θρίαμβο επί των εσωτερικών ή εξωτερικών μας δαιμόνων. Από μία τέτοια νίκη βγαίνουμε πληγωμένοι και η όλη αισθητική της μουσικής αυτού του δίσκου σε αυτές τις πληγές νομίζω παραπέμπει. Σήμα κατατεθέν θα έλεγα ότι είναι τα φωνητικά τα οποία θυμίζουν έναν βραχνό και πιο άκαμπτο Neil Fallon (The Clutch).
Πατώντας το play, το feelgood συναίσθημα και η ευχάριστη μελωδία των riffs του “Fires of the Sky” αφήνουν θετικές εντυπώσεις. Μετά από έξι λεπτά και κάτι, τη σκυτάλη παίρνει το “Mistakes” το οποίο συνεχίζει σε λίγο ανώτερο επίπεδο, σκιαγραφεί καλύτερα την ταυτότητα της μπάντας, ενώ μάλιστα έχει riffs που θυμίζουν τους Alice in Chains του “Dirt”. Το “Hell on Earth” στην 3η θέση είναι από τα πρώτα τραγούδια που προηγήθηκαν του δίσκου και κατά τη γνώμη μου μία από τις καλύτερες στιγμές του. Οι κιθάρες συνεχίζουν να έχουν ειδικό βάρος ενώ οι μελωδίες τόσο στο couple όσο και στο refrain είναι εθιστικές. Το “Wear ‘n’ Tear” που ακολουθεί διέπεται από μία δόση space rock, “τρέχει” χωρίς να κουράζει αλλά δεν βρήκα κάτι ιδιαίτερο να με κρατήσει όσες ακροάσεις και αν έγραψε στο κοντέρ. Ακόμα ένα τραγούδι με feelgood συναίσθημα αλλά χωρίς να παλιμπαιδίζει, το “Days in Ashtrays” έχει όμορφες μελωδίες και δεν νομίζω να λείπει από τα live sets της μπάντας. Οι ρυθμοί του “National God” που έπεται ξεδιπλώνονται αργά ενώ η μέχρι τώρα ορμή δίνει τη θέση της σε λίγο πιο ήρεμες ταχύτητες. Μουσικά δεν καταφέρνει να ξεχωρίσει και έτσι παραμερίζει αβίαστα για το “Away is the Center” το οποίο μπαίνει χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία στις καλές στιγμές του album. Το φινάλε ανήκει στο “Sun Burns with Me” το οποίο σε ένα 10λεπτο ρεσιτάλ παντρεύει με πολύ όμορφο τρόπο τη μουσική των Devo Range με τα blues.
Συνολικά, το “The Whorehouse Sessions” μου άφησε θετικές εντυπώσεις. Κομμάτια όπως τα “Hell on Earth” και “Away is the Center” θα μου μείνουν αλλά σαν σύνολο το είδα σαν δείκτη που μπορεί να προϊδεάσει για τις δυνατότητες της μπάντας. Αν μπορούσα από τώρα να δω όλη τη δισκογραφία των Devo Range σε ένα διάστημα 10-15 χρόνων, φαντάζομαι ότι το ντεμπούτο τους θα ήταν η πινακίδα που θα έδειχνε τον δρόμο προς τις καλύτερες στιγμές τους.