Άλλη μία επίσκεψη των Crippled Black Phoenix στην πόλη μας, με την οποία η μουσική κολεκτίβα αποπειράθηκε τόσο να διορθώσει τις εντυπώσεις από την τελευταία, επεισοδιακή, εμφάνισή της εδώ, όσο και να παρουσιάσει το τελευταίο της album “Bronze”.
Ανταπόκριση: Γιώργος Ξενικουδάκης / Φωτογραφίες: Ιωάννα Κίτρου (περισσότερες εδώ)
Την συναυλία άνοιξαν οι Αγρινιώτες Hypnotic Nausea, ένα post/stoner τρίο με ορχηστρικό υλικό, το οποίο παρουσιάστηκε με επαγγελματισμό μπροστά στα 100 άτομα που βρίσκονταν στο χώρο. Ο μπασίστας του συγκροτήματος ανέλαβε και χρέη χειρισμού των ηλεκτρονικών samples, τα οποία, συνεπικουρούμενα από τις προβολές βίντεο που συνόδευαν το μουσικό υλικό, έστησαν ένα ατμοσφαιρικό σκηνικό. Δυστυχώς τα riff της κιθάρας, λόγω της χρήσης πολύ χαμηλών συχνοτήτων, χάνονταν μέσα στον ήχο του μπάσου δημιουργώντας ένα αρκετά μουντό αποτέλεσμα που δεν βοηθήθηκε από τον ήχο του venue. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το groove της μπάντας να μην “περνάει” στο κοινό, το οποίο παρακολούθησε με ενδιαφέρον αλλά χωρίς συμμετοχή.
Το μούδιασμα του κοινού συνεχίστηκε και στην αρχή της εμφάνισης των Crippled Black Phoenix, οι οποίοι κατέλαβαν τη σκηνή, ως ένας στρατός οκτώ ατόμων γύρω στις 22:15. Η επιλογή του μακρόσυρτου intro αλλά και των τεσσάρων(!) πρώτων τραγουδιών από το τελευταίο album για ξεκίνημα ήταν μάλλον λανθασμένη, καθώς το ακροατήριο δεν ήταν εξοικειωμένο με το υλικό. Η κατάσταση δεν έμεινε απαρατήρητη από τον Justin Greaves που έσπευσε να παρακινήσει τον κόσμο για περισσότερη συμμετοχή. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε και στο παλαιότερο “Human Nature Dictates the Downfall of Humans” και δεν βοηθήθηκε από τον μέτριο, έως εκείνη τη στιγμή, ήχο.
Η ατμόσφαιρα ζωντάνεψε λίγο με την υπέροχη εκτέλεση του “No!” (part 1&2), αλλά στην συνέχεια “έπεσε” πάλι με τα διαδοχικά “Scared and Alone” και “Song for the Loved”. Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρήσω πως οι CBP έχουν πρόβλημα με τις φωνές, καθώς ο Daniel Änghede, αν και βελτιωμένος σε σχέση με την πολύ υποτονική του απόδοση στο τελευταίο album, δεν φαινόταν να μπορεί να “ανεβάσει” τα κομμάτια. H δε Belinda Kordic (το καλύτερο μισό του Greaves, όπως μας ανέφερε) ήταν μάλλον αγχωμένη, ενώ δεν έλειψαν και κάποια φάλτσα.
Με την είσοδο μας όμως στη δεύτερη ώρα της εμφάνισης η κατάσταση άλλαξε άρδην! Η μπάντα σαν να πάτησε γκάζι, το κοινό “πήρε μπρος”, αλλά και ο ήχος που απέδιδαν τα επτά όργανα και οι έξι φωνές έγινε συμπαγής και καθαρός. Ακολούθησαν φοβερές εκτελέσεις των “Born in a Hurricane” και “Denisovans”, ενώ η συναυλία κλιμακώθηκε σε ένα φρενήρες κρεσέντο με τα “444”, “Rise Up and Fight” και “We Are the Darkeners” το οποίο και έκλεισε την κανονική διάρκεια του set.
Το encore επεφύλασσε φοβερές συναυλιακές στιγμές με το υπέροχο “We Forgotten Who We Are” και την πολύ όμορφη διασκευή στο “Turn To Stone” του Joe Walsh. Η αποθέωση ήρθε για την μπάντα στο κλασσικό “Burnt Reynolds”, στο οποίο τα sing-alongs του κοινού άρχισαν από νωρίς και συνεχίστηκαν σε όλη τη διάρκεια, γεγονός που παρακίνησε τον Greaves να κατέβει από τη σκηνή και να περάσει σχεδόν όλο το τραγούδι μέσα στον κόσμο, εμφανώς συγκινημένος. Ανέφερε δε πως το κομμάτι αυτό απέκτησε πραγματικό νόημα αφού το έπαιξαν την πρώτη φορά στην Αθήνα.
Μέσα στο θερμό αυτό κλίμα (σε αντίθεση μα την ψύχρα και τον κατακλυσμό που επικρατούσαν έξω από το club) έληξε η εμφάνιση (διάρκειας περίπου 2,5 ωρών) των CBP, η οποία αν και ξεκίνησε κάπως αμήχανα, εξελίχθηκε σε μια όμορφη “οικογενειακή” εμπειρία.