Οι Stained Veil έρχονται από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, ξανά, μετά από 30 χρόνια, για το ταξίδι της επιστροφής τους στην ατέλειωτη επιθυμία της μουσικής, στις 5 Νοεμβρίου, στο ιστορικό Αn club. Διαβάστε τι απάντησαν στις ερωτήσεις της Βέλιας Ντόκα για λογαριασμό του Rockin’Athens.
Πώς σας φαίνεται που ξανακατεβαίνετε Αθήνα, ως μπάντα, μετά από τόσο καιρό;
Εξαιρετική στιγμή! Όταν πρωτοεμφανιστήκαμε το 1986 η Αθήνα υποδέχθηκε και ανέδειξε τους Stained Veil με τον πιο ζεστό και ουσιαστικό τρόπο. Οι συναυλίες μας στο Madd club και στο Rodeo έχουν μείνει ιστορικές. Θεωρούμε απαραίτητο να βρεθούμε πάλι και να παίξουμε στο Αθηναϊκό κοινό τη μουσική μας, για να ξαναδούμε τους παλιούς μας φίλους αλλά και να γνωρίσουμε τους νεώτερους που θα έρθουν στο live της επιστροφής μας και σ’αυτά που θα ακολουθήσουν.
Ποιό θεωρείτε είναι το μυστικό για να παίζει ακόμα μία μπάντα, μετά από χρόνια;
Πάνω από όλα η εκπληκτική ανθρώπινη σχέση των μελών της μπάντας που τα 30 χρόνια που πέρασαν ήταν κάτι παραπάνω από αδελφική. Πιστεύουμε σε ομάδες και όχι σε “ορχήστρες”. Μετά η αγάπη και η συνεχής και ουσιαστική ενασχόλησή μας με τη μουσική δημιουργία όλα αυτά τα χρόνια, η προσήλωση στον προορισμό της επικοινωνίας με τον κόσμο προς τον οποίο θα πρέπει να έχεις πάντοτε κάτι να πείς, ο ηλεκτρισμός που προσφέρει η ζωντανή, αμφίδρομη σχέση με αυτούς που απολαμβάνουν τη μουσική ως αγαθό του σώματος και της ψυχής.
Τι είναι αυτό που σας αρέσει στο Αθηναϊκό κοινό και τι σας ενοχλεί;
Το Αθηναϊκό κοινό που γνωρίσαμε τότε ήταν μυσταγωγικό. Στις συναυλίες μας ήταν αυστηρά προσηλωμένο στη μουσική τελετουργία, σεβόταν το υλικό μας, διέδιδε συνεχώς και με όλους τους τρόπους αυτό που κάναμε και αυτό μας έδωσε φοβερή δύναμη. Σήμερα τα πράγματα ίσως είναι λίγο διαφορετικά. Όμως πιστεύω ότι κάθε μπάντα είναι υποχρεωμένη να διαμορφώνει, με τον τρόπο που παίζει και συμπεριφέρεται καλλιτεχνικά, το δικό της κοινό. Από κει και πέρα ο καθένας διαλέγει τον τρόπο που θα πορευθεί.
Το live που θυμάστε ακόμα και σήμερα;
Φυσικά το πρώτο μας. Ηταν μία βραδιά στο Madd club της Συγγρού. Παίζαμε δεύτερο group, ανάμεσα σε τέσσερα, με headliners τους αγαπημένους Villa 21. Όταν παίξαμε το δεύτερο κομμάτι το club… πήγε και ήρθε. Στο υπόλοιπο set παίξαμε και πάνω από το όριο που είχαμε βάλει στον εαυτό μας. Μετά ακούσαμε τα καλύτερα. Ανθωποι και μουσικοί μας μίλησαν θερμά. Εκεί γίναμε φίλοι με τον Κώστα Ποθουλάκη, το Νίκο Κοντογούρη και άλλους που θυμόμαστε και ξέρουμε μέχρι σήμερα. Live σημαντικό για πάμπολλους λόγους.
Yπάρχει κάποιο μουσικό απωθημένο που δεν το έχετε εκπληρώσει ακόμα;
Μουσικές επιθυμίες πολλές, απωθημένα κανένα. Στη ζωή προχωράς με τις αξίες που εσύ δημιουργείς για τον εαυτό σου με αγάπη και πολλή δουλειά. Αν όμως θα έπρεπε να απαντήσουμε: Μία κοινή συναυλία με τους Villa 21 και τους Yell-O-Yell. Και ένα γιγαντιαίο jam με όλους εκείνους που διαμόρφωσαν την εναλλακτική rock σκηνή στην Ελλάδα. Προορισμός σπουδαίος ενός μουσικού είναι να συνευρίσκεται με άλλους μουσικούς συνεχώς και να παίζει συνεχώς στο Κοινό. Ξανά η αγάπη μας για την ομάδα.
Ποιοί μουσικοί κατά την γνώμη σας, άλλαξαν, προς το καλύτερο, την rock μουσική σκηνή;
Ερώτηση που σηκώνει μεγάλη συζήτηση. Ακόμα και ο ορισμός του τι είναι καλύτερο είναι εντελώς υποκειμενικός. Η rock μουσική σκηνή διαμορφώνεται συνεχώς, ακόμα και τώρα που μιλάμε. Ο Γιώργος Πεντζίκης έλεγε ότι θα πρέπει να υπάρχουν 100 groups που να παίζουν μανιασμένα για να έχουμε τα πέντε που θα είναι καλά, με την έννοια ότι θα αλλάζουν τη μουσική προς το καλύτερο. Ας μη μείνουμε σε ονόματα λοιπόν.
Όπως βλέπετε τώρα την παρούσα μουσική βιομηχανία, τι εντυπώσεις σας προκαλεί;
Διαμορφώνει ψυχαγωγικές συνειδήσεις και ένα ηλεκτρονικό youtube-ικό κοινό. Προσπαθεί να πουλήσει με πολλαπλούς τρόπους μουσική που ενίοτε δεν είναι μουσική. Εμείς εμμένουμε στις χειροποίητες διαδικασίες που θέλουμε να ζούμε. Η ελληνική rock σκηνή δεν προκάλεσε και δεν προκαλεί κανένα ενδιαφέρον στη βιομηχανία αυτή. Ας πάμε να φλογιστούμε λοιπόν σε ένα συναυλιακό χώρο με νέους ανθρώπους που παίζουν μουσική κι ας τους αφήσουμε τους ειδικούς της μουσικής βιομηχανίας να κάνουν τη δική τους δουλειά.
Θα σας χαιρόμαστε για πολύ ακόμα φαντάζομαι. Σωστά;
Τάξαμε τον εαυτό μας στη μουσική. Δεν νοσταλγούμε το παρελθόν μας. Επιθυμούμε ξανά να μιλήσουμε, να ακουστούμε από τους νεώτερους, να δημιουργήσουμε ξανά και μάλιστα σ’αυτή την τόσο δύσκολη εποχή που μπορεί να είναι και η καλύτερη πρόκληση. Θα είστε εκεί… Σωστά;