Όταν η Ιαπωνία μιλάει με post-rock, φλογερή παρουσιάζεται η παράθεση, δυσοίωνη και απειλητική για την ανθρωπότητα. Τρομακτική όπως και ο θάνατος που στέκει ως τη μόνη σίγουρη γνώση στην αντίληψή μας. Ένα θέμα μακάβριο, δύσκολο, ανεξάντλητο, εντυπωσιακό, μα και πιο ζεματιστό απ΄ ότι η ίδια η ζωή που για άλλη μία φορά εξιστορείται μέσα από την κόλαση.
”Death In Rebirth”. Ολέθριο λοιπόν το ξεκίνημα, με τις κιθάρες να βαράνε απανωτές σαν τα στρώματα του ήχου. Παύση ίσον αδράνεια. Το πιάνο χαλαρό. Ηρεμούν και έρχονται αντιμέτωποι με αυτήν τους την αδυναμία. Στη μάχη αυτή χαϊδεύουν την ambient σκηνή κατά το “Stellar” και κρατιούνται ζωντανοί. Για όσο την παλεύουν. Σαν ήττα, άγρια έπεται η συνέχεια. Σκιάχτηκα. Φλερτάροντας με το metal, το ομώνυμο. Η ιδέα φαίνεται να επανέρχεται στην κόλασή της κι αυτήν τη φορά κρατάει σχεδόν 18 λεπτά σαν εφιάλτης. Θα σε κάνει να κρατήσεις την ανάσα σου μέσα από τις τρεις φάσεις – σταθερές, από τη γέννηση και την ενηλικίωση μέχρι τα γηρατειά και την πτώση. Όταν οι επιλογές μας, μας ακολουθούν, τα drums δυναμώνουν τον ρυθμό και ανεβάζουν τις ταχύτητες. Η αίσθηση θορυβώδη όσο πειραματίζονται με το πόσο δυνατοί μπορούν να κρατηθούν. Μπορούν. Σαν νίκη, καταπραϋντικό το “Ely’s Heartbeat” όταν το καρδιοχτύπι ξανά ισορροπεί μεταξύ μιας όμορφης φρεσκάδας και της καυτής προαναφερόμενης παγωνιάς. Το πιάνο ανησυχητικό, διατηρεί την κόλαση στη θέση της μα πιο χαμηλόφωνα. Για αργότερα ίσως. Η ελαστικότητα της ορχηστρικής μουσικής αποτελεί μέρος του χαρακτήρας της. “The Last Scene” όπως ο κύκλος κλείνει και αφού επαληθευτεί ξεκινάει από την αρχή. Και φτου μανά που λέμε.