Φαίνεται σαν θαύμα το γεγονός ότι μετά από τόσες ανακατατάξεις ζωής και μουσικής κατεύθυνσης, ο Nick Cave και οι ταλαντούχοι Bad Seeds έφτασαν στο 16o album της μουσικής τους πορείας. Δεν πρόκειται προφανώς για έναν τυχαίο δίσκο, άλλωστε κανείς δίσκος τους δεν είναι μέχρι σήμερα τυχαίος. Μερικοί θεωρήθηκαν “δύσκολοι”, άλλοι βατοί”, μα κανείς δεν μπορεί να αποδώσει στον Nick Cave και τους Bad Seeds προχειρότητα μουσικών επιλογών και στίχων, ούτε φυσικά έλλειψη αυθεντικότητας. Πάντα, ό,τι κι αν συνέβαινε στην παρέα των Κακών Σπόρων -όποιοι κι αν κατά καιρούς τούς αποτελούσαν- κατάφερναν να το αποτυπώνουν με έναν μαγικό τρόπο και σε τέτοια ένταση, ώστε μαζί με τα δικά τους βιώματα να διαχειρίζονται και τα δικά μας, μαζί με τους δικούς τους δαίμονες να βρίσκουν γιατρειά κι οι δικοί μας.
Το “Skeleton Tree” περισσότερο θυμίζει τις επιτυχημένες απόπειρες των Nick Cave και Warren Ellis για σύνθεση κινηματογραφικής μουσικής (και δεν είναι λίγες πλέον οι ταινίες), παρά ένα τυπικό album των Bad Seeds. Αλλά τι συστατικά έχει, ποιά υλικά συνιστούν ένα… “τυπικό Bad Seeds album”; Πάθος, δύναμη, εσωτερικότητα, blues διάθεση, (post)punk πινελιές, λυρικότητα και στίχοι, που μπορούν να σταθούν αυτόνομα, χωρίς καμία μουσική αρωγή.
Το “Skeleton Tree” στέκεται άνετα μέσα στον ιδιόρρυθμο σύμπαν του Nick Cave, αυτό είναι σίγουρο. Έχει bluesy διάθεση, βαθιές ενορχηστρώσεις, εσωτερικότητα, μπόλικο πειραματισμό, ποίηση, τα κομμάτια διαθέτουν λυρικότητα, ενώ φαίνονται παθιασμένα για ζωή, ακόμα κι όταν μιλούν για θάνατο. Βέβαια προστίθενται και νέα στοιχεία: industrial (“Jesus Alone”) και trip hop (“Rings Of Saturn”) αισθητική, drum and bass χρωματισμοί (“Anthrocene”), ενώ κάποια (“Skeleton Tree” ή ακόμα και “Magneto”) ίσως θα μπορούσαν να συγκαταλέγονται μέσα στις πιό ήρεμες στιγμές του Tender Prey. Λείπουν βέβαια οι (post) punk πινελιές κι η άγρια δύναμη του παρελθόντος, αλλά βρισκόμαστε στο 2016 και όλοι μας… μεγαλώνουμε.
Το “Skeleton Tree” είναι ένα album, που σε καταθλίβει (ακόμα κι αν εικονοποιήσεις τον τίτλο του), κι αυτό στην περίπτωση του Cave δεν είναι ασυνήθιστο, το αντίθετο μάλιστα. Όμως, νομίζω ότι αυτή τη φορά δεν κατάφερε να διαχειριστεί τους εσωτερικούς του δαίμονες με την συνηθισμένη επάρκεια κι έτσι το αποτέλεσμα είναι αρκετά περίεργο, ακόμα και για εκείνους, που τον γνώρισαν μέσω της συνεργασίας του με την Kylie Minogue κι ίσως δεν συνάντησαν ποτέ τον βίαια σκοτεινό Cave της πρώτης περιόδου των Bad Seeds ούτε πρoφανώς την καταιγιστική του πορεία με τους τραχείς The Birthday Party, πόσο μάλλον για εμάς τους υπόλοιπους, που τον μάθαμε από τους punk γρυλισμούς και τα ξεχαρβαλωμένα blues της πρώτης εποχής.
Τώρα που γράφω, σκέπτομαι, ότι όλα τα παραπάνω ίσως ακούγονται και μάλλον είναι αντιθετικά μεταξύ τους, αλλά είναι για μένα ο μοναδικός τρόπος να αντιμετωπίσω τραγούδια, που στον πυρήνα των μελωδιών τους, μα και στην σάρκα των στίχων τους κατοικούν ο θάνατος, ο έρωτας, η θλίψη. Ίσως το “Skeleton Tree” να αποτελέσει μια νέα αρχή για όλα όσα το παραπάνω τρίπτυχο εκτοξεύει χρόνια τώρα μέσω των Bad Seeds.
Αυτονόητα εύσημα στην πολύ καλή παραγωγή και τον αφοπλιστικά ταλαντούχο Warren Ellis των πάλαι ποτέ Dirty Three.