Η τελευταία μέρα του Release Athens είχε σχεδόν αποκαλυπτικό χαρακτήρα. Οι Sigur Ros επέστρεψαν μετά από σχεδόν 15 χρόνια στα μέρη μας, επιβεβαιώνοντας πολλούς πως μετά από αυτό, οι συναυλιακές μας απαιτήσεις δεν θα είναι πια οι ίδιες. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα κατά σειρά εμφανίσεως…
Ανταπόκριση: Πάνος Παναγιωτόπουλος / Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη (περισσότερες εδώ)
Οι Afformance δεν είναι τυχαία μπάντα. Έχει φοβερές κυκλοφορίες, εξαιρετική αντίληψη του ήχου που υπηρετούν, και σκηνική παρουσία που σε κάνει να τους προσέξεις και να ασχοληθείς μαζί τους. Το τελευταίο παίζει μεγάλο ρόλο, αφού αυτοί οι τύποι κατάφεραν να παίξουν ζόρικο post-rock μπροστά στα 50-60 άτομα που βρίσκονταν μέχρι στιγμής μπροστά στη σκηνή, και να γουστάρουν όσο τίποτα σε τούτο το μάταιο κόσμο. Και αυτό το συναίσθημα δεν το προσπερνάς εύκολα. Το εκτιμάς και δίνεις βάση. Πόσο μάλλον όταν είσαι ακόμη με το (ζεστό) φραπέ στο χέρι.
Συνέχεια είχε η παράξενη μουσική συνθήκη που υπηρετεί ο Theodore και η παρέα του. Post–rock λυρικές βάσεις, με ρομαντικής διάθεσης φωνητικά. Ή κάτι τέτοιο. “It Is But It’s Not” λέγεται ο νέος δίσκος του, και με πλήρη επαγγελματισμό μας παρουσίασε μουσικές μέσα από αυτόν. Ο λιγοστός ακόμη κόσμος που βρισκόταν μπροστά στη σκηνή έδειχνε από τη μία να περνάει καλά, αλλά από την άλλη να μην μπορεί να μπει με ευκολία στο πνεύμα και την ατμόσφαιρα του μουσικού. Λογικό από τη μία, γιατί όλοι μονίμως τέτοιες ώρες κάτι ψάχνουν (κουπόνια για μπύρες, φίλους, γνωστούς, ίσκιο για ν’ αράξουν), αδικία όμως για τον επί σκηνής καλλιτέχνη.
Το πρόσφατο “Is There Is Are” των DIIV είναι αναμφισβήτητα ένα από τα καλύτερα album του 2016. Ή τουλάχιστον (για να μην υπερβάλουμε) ένα από τα καλύτερα albums της shoegaze / dream pop σκηνής. Η παρέα του Zachary Cole Smith είχε την ευκαιρία να αποδείξει του λόγου το αληθές και επί ελληνικού εδάφους, σε μια περίοδο που η μπάντα βρίσκεται στο στόχαστρο του hype. Ίσως μια από τις πιο έξυπνες επιλογές, αφού η ποιότητα του ήχου τους ήταν αρκετά φιλική ως προς τη ροή του line-up. Η μουσική των DIIV προκαλεί μια νοσταλγία των εποχών που η εν λόγω σκηνή είχε να προσφέρει κάτι παραπάνω από οργανωμένο θόρυβο και γλυκανάλατα φωνητικά. Και αυτό μάλλον είναι μια καλή συνθήκη. Η εκτέλεση κομματιών όπως τα “Doused”, “Sometime”, “Dopamine” επιβεβαιώνουν το κανόνα πως οι DIIV είναι κάτι παραπάνω από μια καλή live μπάντα. Παρά το γεγονός ότι σχεδόν το μεγαλύτερο μέρος του κοινού δεν ήταν γνώριμο με τις μουσικές τους, το set τους είχε ικανοποιητική ανταπόκριση. Οι Νεοϋορκέζοι ήταν φιλικότατοι, και σίγουρα “πούλησαν” τον εαυτό τους μια χαρά. Τουλάχιστον σε αυτούς που είχαν την όρεξη να τους ακούσουν…
Η δημοτικότητα των Black Angels επί ελληνικού εδάφους ανεβαίνει επικίνδυνα, σε σημείο που αυτή η μπάντα κοντεύει πλέον να “καεί” άθελα της. Το βασικότερο όμως πρόβλημα τους, είναι πως παρά το αξιόλογο της δισκογραφίας τους, ο ήχος που στήνουν στις εν Ελλάδι συναυλίες τους, έχει πάντα προβλήματα. Πριν καλά-καλά ξεκινήσουν, και ενώ ο ήλιος πλέον είχε χαθεί στην θάλασσα (ή όπου τέλος πάντων πέφτει), ένα απότομο τράβηγμα καλωδίου, δημιούργησε τέτοιο feedback που αρκετοί φεστιβαλιστές έχασαν σημαντικό μέρος από την ακοή τους. Ή ακόμη χειρότερα, μέρος από τις κουνημένες από τρομάρα μπύρες τους. Παρά την φιλοδοξία πως επρόκειτο για μεμονωμένο ατυχές συμβάν, η συνέχεια αποκάλυψε πως οι Τεξανοί, παρά το hype και την τριπαριστή μουσική τους, χάνουν σημαντικό μέρος της δυναμικής τους λόγω του κακού ήχου. Με την βοήθεια των εκπληκτικών ψυχεδελικών projections και της αμοιβαίας καλής διάθεσης, η “στα τέρματα” fuzz-ίλα ξεπεράστηκε (η απλά συνήθισαν τ’ αυτιά μας), και ο κόσμος έδειχνε να το απολαμβάνει. “Indigo Meadow”, “You On The Run”, “Bad Vibrations” και φυσικά το “Young Men Dead” ήταν ανάμεσα στο προβλέψιμο ωστόσο πρόγραμμα τους. Καθαρή δεν την βγάλανε, αλλά χαλάλι τους.
Οι Sigur Ros δεν χρειάζονται συστάσεις. Αυτή η μπάντα μηδενίζει όλες τις συναυλιακές εμπειρίες σου, όσο και να προσπαθείς για το αντίθετο. Από άποψη αισθητικής, ήχου και σκηνικής παρουσίας, οι Ισλανδοί είναι ότι καλύτερο έχει περάσει ποτέ από ελληνική σκηνή. Ακόμη και αν η σχέση σου με την μουσική τους είναι περιορισμένη, δε μπορείς παρά να υποκύψεις στον ονειρικό κόσμο τους, αφού ο τρόπος παρουσίασης του έργου τους είναι τουλάχιστον εξαιρετικός. Πόσο μάλλον όταν αυτό το ασύλληπτης αισθητικής show γίνεται παρέα με αστραπές και βροχές… Το setlist τους, πανομοιότυπο με εκείνο του προ ολίγον ημερών Primavera, περιελάμβανε (πέραν του εναρκτήριου ακυκλοφόρητου “Óveður”), κομμάτια όπως τα “Kveikur”, “Festival”, το “Sæglópur” με το οποίο άρχισαν και οι πρώτες ψιχάλες, αλλά και ένα μεγάλο μέρος από το album τους “( )”, με τα Untitled 1, 4, και 8 να κλέβουν την παράσταση. Χωρίς εκπτώσεις και αχρείαστες μουρμούρες, οι Ισλανδοί απέδειξαν πως είναι μια από τις μεγαλύτερες post-rock μπάντες του πλανήτη. Όποιος δεν κατάφερε να δει αυτό το live, έχασε μια από τις καλύτερες στιγμές της ζωής του. Τόσο κλισέ, μα τόσο αληθινό που δεν υπάρχουν λόγια για να το περιγράψεις.