To “The Evil Divide” είναι ο πέμπτος δίσκος μετά την επανένωση των Death Angel και ο τρίτος συνεχόμενος στον οποίο η μπάντα διατηρεί το ίδιο line-up (για πρώτη φορά από την «κλασική» τους περίοδο). Την παραγωγή για ακόμη μία φορά ανέλαβε ο πανταχού παρών Jason Suecof. Το album αποτελείται από 10 τραγούδια συν ένα bonus με τον τίτλο “Wasteland”, για το οποίο το Rockin’Athens έχει αμολήσει τα κυνηγόσκυλά του, καθώς μέχρι την ώρα που γράφεται το παρόν κείμενο, δεν έχει κάνει την εμφάνισή του πουθενά.
Για να μπούμε στο ψητό σιγά-σιγά, όσοι απήλαυσαν τις προηγούμενες δουλειές του συγκροτήματος όπως λόγου χάρη τα “Relentless Retribution” (2010) και “The Dream Calls for Blood” (2013), τότε δεν έχουν κανέναν απολύτως λόγο να μην ενθουσιαστούν με αυτόν τον δίσκο.
Το α λα “Silence of the lambs” εξώφυλλο μας εισάγει με τον πιο άμεσο τρόπο στο πρώτο κομμάτι του album, το “The Moth”, το οποίο όπως και η πλειοψηφία των τραγουδιών αποτελείται από μια λαίλαπα από thrash riffs και solos. Μελωδικό όσο πρέπει, αφού εξυψώνει τις προσδοκίες δίνει την σκυτάλη στο “Cause for Alarm”. Λιγότερο μελωδικό και περισσότερο straight forward thrash δείχνει τις προθέσεις της μπάντας να κρατήσει ψηλά τον πήχη. Το επόμενο κομμάτι με τίτλο “Lost” είναι ό,τι πιο κοντινό θα ακούσουμε σε μπαλάντα από τους Death Angel φέτος και συνάμα το προσωπικό αγαπημένο του γράφοντα. Οι ταχύτητες έπεσαν μόνο για δώσουν τη θέση τους σε εξαιρετικές μελωδίες, τόσο στα φωνητικά αλλά όσο και στα κιθαριστικά μέρη. Τα δεξιά χέρια των Cavestany και Aguilar ξαναπιάνουν φωτιά στα επόμενα δύο τραγούδια που σηματοδοτούν και το μέσο του album. “Father of Lies” και “Hell to Pay” ανεβάζουν ταχύτητες κρατώντας σταθερό το επίπεδο μεν, χωρίς να εντυπωσιάζουν ιδιαίτερα δε. Το δεύτερο βέβαια μάλλον υπερτερεί συνθετικά του πρώτου. Η επόμενη τριάδα των “It Can’t Be This”, “Hatred United/United Hate” και “Breakaway” σημαίνει την επιστροφή στις καλές στιγμές του album με αποκορύφωμα το τελευταίο. Το “Breakaway” εκτός από αιχμηρά riff έχει και το catchy refrain που χρειάζεται για να σου καρφωθεί στο κεφάλι. Το προ-τελευταίο “The Electric Cell” ενώ διατηρεί την ίδια δυναμική δεν καταφέρνει να ξεχωρίσει ενώ αντίθετα το “Let the Pieces Fall” κλείνει με τον καλύτερο τρόπο τον δίσκο με δυνατά riff και ωραίες μελωδίες.
Εν κατακλείδι, δεν θα υπάρξει μάλλον άνθρωπος που θα μετανιώσει τα χρήματα που θα ξοδέψει για αυτόν τον δίσκο χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης μέχρι τον επόμενο. Ελλάδα θα τους φέρει κανείς;