Με αφορμή τη δεύτερη άφιξη των Jucifer στην χώρα μας, βρεθήκαμε την Παρασκευή και 13, στο Death Disco. Το πακέτο ολοκληρώθηκε με τους ‘δικούς μας’ Mock The Mankind και Kalpa.
Ανταπόκριση: Εύη Φιλιππίδη / Φωτογραφίες: Έλενα Πατσουράκου (περισσότερες εδώ)
Με τους Mock The Mankind να ανοίγουν άλλο ένα live, άρχισα να σκέφτομαι, πως για μία φορά έστω θα ήθελα να τους δω σαν δεύτερο support ή headliners. Η τριάδα που έχουμε αγαπήσει τους τελευταίους μήνες, έχει δημιουργήσει έναν ντόρο γύρω από το όνομά της και λογικό, αφού κάθε φορά που τους βλέπω, το αποτέλεσμα είναι εγγυημένο. Καλοδουλεμένες απλές ενορχηστρώσεις, με αρκετά ξεσπάσματα μέσα στα κομμάτια και με έναν μπασίστα που κάθε φορά με κάνει να σκέφτομαι το ίδιο πράγμα. Πόσο, μα πόσο, απολαμβάνω να βλέπω να παίζουν μπάσο με δάχτυλα και όχι με πένα. Ειδικά όταν πλαισιώνεται από ωραίες και βαριές μπασογραμμές. Ένα ατμοσφαιρικό doom θα έλεγα, που σε κάνει να χάνεσαι μέσα στους ήχους τους και στις σκέψεις σου.
Τη σκυτάλη πήραν οι Kalpa, που αν και τους έβλεπα για δεύτερη φορά, ένιωθα πως είναι η πρώτη. Έχοντας κυκλοφορήσει πριν ένα μήνα το “Dissociation”, οι αλλαγές στον ήχο τους είναι φανερές. Για αρχή, υπάρχουν φωνητικά και ακούγονται σαν άλλη μπάντα. Δεν είναι ιδιαίτερα κακό αυτό, είναι μία εξέλιξη. Το sludgepost που παίζουν, πλέον είναι πιο πειραματικό και έντονο. Καλά δομημένα κομμάτια, ωστόσο ο ήχος δεν τους βοήθησε ειδικά στη φωνή και αν δεν ήταν μπουκωμένος θα ήταν καλύτερα. Στο τέλος του set τους με το “Diana M.”, συμμετείχε στα φωνητικά και ο Γιώργος από τους Thole, όπως και στο album εξάλλου, για ένα ενδιαφέρον κλείσιμο. Προσωπικά δε με κέρδισαν, αλλά θα ήθελα να τους ξαναδώ με σωστό ήχο.
Λίγο μετά τις έντεκα ανέβηκε στη σκηνή του Death Disco το ντουέτο των Jucifer. Τους είχα δει πρώτη φορά το 2013 και ανυπομονούσα για να τους απολαύσω ξανά. Από τις πρώτες νότες που άρχισαν να ηχούν, ένιωσα σαν μικρό παιδάκι που χαίρεται μόνο του. Τα προβλήματα όμως που δημιουργήθηκαν όσο περνούσε η ώρα, με έκαναν να ξενερώνω, με αποτέλεσμα η χαρά να κάνει περίπατο. Η φωνή της Amber δεν ακούστηκε ποτέ, μα ποτέ. Οπότε, οι πρώτες σκέψεις μου ήταν: “Γιατί δεν ακούγεται; Τι έγινε η φωνή; Καλά δε πειράζει, ας δούμε το υπόλοιπο”. Ο ήχος πάντως, είχε όλη τη βρώμα και τη σαπίλα που περίμενες και ήθελες, αλλά άκουγα τα όργανα ξεχωριστά. Δε πειράζει και πάλι, ας δούμε τι κάνουν. Ο Edgar με έκανε να θυμηθώ, γιατί τους αγάπησα πριν έξι χρόνια, αφού είναι ένας πολύ καλός drummer.
Δυστυχώς όμως, ήταν ασυγχρόνιστοι με την πραγματικότητα, όντας μεθυσμένοι, με αποτέλεσμα τη μία να γουστάρω και την άλλη να ξενερώνω. Ένας διχασμός από το live μέχρι και τώρα που γράφω. Το ξεπέρασα κι αυτό όμως, γιατί όπως είπα τους αγαπώ. Έφτασε η ώρα του τέλους, κοίταξα το ρολόι και ούτε μία ώρα δεν είχε περάσει, οπότε άρχισα να σκέφτομαι πως θα κάνουν encore. Όχι μόνο εγώ, αλλά όλο το μαγαζί. Τους φώναζε ο κόσμος, χειροκροτούσε αλλά αυτοί τίποτα. Ο Edgar, φάνηκε να θέλει, αλλά η Amber όχι.. Και κάπως έτσι, τελείωσε μια βραδιά που περίμενα πως και πως, φεύγοντας από το μαγαζί απογοητευμένη.