Από την πρώτη κιόλας στιγμή της ανακοίνωσης του live από τους διοργανωτές του ανερχόμενου και πολλά υποσχόμενου τρίου 3 Shades of Black, είχε δημιουργηθεί μια γενική αναστάτωση, έκπληξη και άπλετη χαρά ανάμεσα στους fans αυτού του φαινομένου που ακούει στο όνομα Ben Frost και όλοι είχαμε αρχίσει να προετοιμαζόμαστε για ένα από τα καλύτερα ενδεχομένως live τον τελευταίο καιρό στην Αθήνα και για μια αδιαμφισβήτητα μοναδική εμπειρία.
Ανταπόκριση: Ελένη Αποστολάκου / Φωτογραφίες: Μάνος Χρυσοβέργης (grekamag.gr)
Η συναυλία είχε μια μικρή απόκλιση από το αρχικό χρονοδιάγραμμα που είχε οριστεί από την διοργάνωση εξ’αιτίας της αργής προσέλευσης του κόσμου. Τη βραδιά άνοιξε ο συνθέτης/παραγωγός Hior Chronik ο οποίος “περιέλουσε” από τα πρώτα κιόλας λεπτά το κοινό με υπέροχα μελαγχολικά και κινηματογραφικά θα λέγαμε ambient ηχοτοπία προσκαλώντας όλους να εισέλθουν σε αυτή την μελαγχολική ηλεκτρονική σφαίρα που δημιούργησε. Ο ήχος του μετά από λίγη ώρα άρχισε να παρουσιάζει πολύχρωμα ρυθμικά στοιχεία μέσα σε ένα περιβάλλον που σου δημιουργούσε χαρούμενα συναισθήματα, ενώ ήταν πρακτικά αδύνατο να παραμείνεις ακίνητος μέσα σε όλο αυτό το συνονθύλευμα από απόκοσμους ηλεκτρονικούς ήχους.
Ο χώρος στο Ρομάντσο είχε αρχίσει να γεμίζει ασφυκτικά όταν στη σκηνή βγήκε ο Jannis Anastasakis, γνωστός ως ένας από τους κορυφαίους μουσικούς στην Ελλάδα και δημιουργός των JAM pedals, γεγονός που τον καθιστά ιδιαίτερα ικανό στον χειρισμό ambient ήχων και εφέ. Το πρόγραμμά του αποτελούνταν από δυο μικρότερα set. Ξεκινώντας με μακρόσυρτους μελωδικούς ήχους με τη βοήθεια κιθάρας αλλά και αργότερα με την αποκλειστική χρήση εφέ, άρχισε να δημιουργεί μια αιθέρια και αλλόκοσμη ατμόσφαιρα που σου έδινε την αίσθηση ότι αιωρείσαι ανάμεσα στις ambient πειραματικές μελωδίες που χόρευαν γύρω σου σαν δίνη και σε μετέφεραν σε άλλη διάσταση. Τη σκηνή μοιράστηκε με την Deniz Angelaki, η οποία δημιούργησε μια οπτική εμπειρία που πλαισίωνε την μουσική του Jannis Anastasakis. Χρησιμοποιώντας κυρίως χρώματα και αναμειγνύοντάς τα μετατρέποντας έναν παλιού τύπου projector σε καμβά και καταγράφοντας με κάμερα τη διαδικασία ανάμειξης των χρωμάτων και των μορφών που αυτά έπερναν, μας έκαναν να βιώσουμε αυτή την αλληλεπίδραση ήχου και εικόνας, μέσα από πειραματικές τεχνικές και σημεία αυτοσχεδιασμού, στο πλαίσιο μιας μοναδικής ψυχεδελικής οπτικο-ακουστικής εμπειρίας που δημιούργησε η σύζευξη δύο διαφορετικών αυτών μορφών τέχνης.
Μετά από λίγη ώρα, κι ενώ το κοινό είχε ήδη απορροφηθεί από την ονειρική και σχεδόν εξωπραγματική ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί στο χώρο του Ρομάτσο, ανέβηκε στη σκηνή το τελευταίο opening act, ο συνθέτης και κιθαρίστας Michalis Moschoutis. Ο μουσικός από τα πρώτα κιόλας λεπτά έκανε αισθητή την παρουσία του με τους επιβλητικούς ήχους να ξεχειλίζουν και να διαχέονται στο χώρο με ένα τρόπο που μπορούσες να αισθανθείς τις δονήσεις των ήχων του να σε κατακλίζουν και να σε κρατούν ριζωμένο στο έδαφος χωρίς να μπορείς να αποδράσεις. Το κλίμα ξαφνικά έγινε πολύ πιο σκοτεινό, οι ήχοι εναλλάσσονταν από καθαρούς σε επεξεργασμένους με τη χρήση περισσότερων εφέ και από μελωδικούς σε θορυβώδεις. Η μουσική του ακολούθησε ένα καταιγιστικό ρυθμό άλλοτε με απαλές μελωδίες και παύσεις, οι οποίες με μια ομαλή μετάβαση μετατρέπονταν σε σκληρούς ήχους και θορύβους και βρίσκονταν σε συνεχή εναλλαγή μεταξύ τους δημιουργώντας μια σκοτεινή και αφηρημένη ατμόσφαιρα με τελετουργικό χαρακτήρα.
Μετά από λίγα λεπτά, χωρίς οι παύσεις μεταξύ των μουσικών που ανέβαιναν στη σκηνή να είναι εκτενείς, πράγμα που σου επέτρεπε να συντηρήσεις ακόμα για λίγα λεπτά την εξωπραγματική σφαίρα που είχε δημιουργήσει η προηγούμενη μουσική εμπειρία, έφτασε η στιγμή να ανέβει στη σκηνή ο Αυστραλός, που πολιτογραφήθηκε Ισλανδός, Ben Frost και να μας παρουσιάσει τη μουσική από το τελευταίο του, διεθνώς αναγνωρισμένο album, “AURORA”. Από τις πρώτες κιόλας νότες έγιναν εμφανή τα πιο σκληρά στοιχεία που έχει αποκτήσει ο ήχος του τα τελευταία χρόνια μέσα από την τεράστια συνθετική παλέτα που διαθέτει. Ο ήχος του ήταν ένα συνοθύλευμα από σκληρά industrial ηχοτοποία τυλιγμένα σε harsh noise στοιχεία αλλά και μελωδίες που κρύβονταν μέσα σε ένα αποκαλυπτικό και παρανοϊκό πλαίσιο ήχων. Οι σκληροί συνεχόμενοι ήχοι δεν σου άφηναν το περιθώριο να χαλαρώσεις ούτε για ελάχιστα δευτερόλεπτα αλλά λειτουργούσαν σαν ηλεκτροφόρα καλώδια που δημιουργούσαν συνεχείς δονήσεις σε όλο σου το κορμί μέχρι να μην μπορείς πλέον να αισθανθείς τα μέλη του σώματός σου και να νομίζεις πως οι δονήσεις μεταφέρουν και σε κάνουν να αιωρείσαι στο χώρο. Όλη αυτή η εντυπωσιακή έκρηξη πολύχρωμων ήχων που ήταν μια άμεση επίθεση σε οποιοδήποτε σκοτεινό και μελαγχολικό συναίσθημα είχε δημιουργηθεί τις προηγούμενες ώρες, το οποίο και κατάφερε να εκτοπίσει με τεράστια ευκολία, έφτασε στην κορύφωσή της όταν ακούστηκαν οι πρώτες νότες από το αριστουργηματικό και χαοτικό “Nolan” και ο κόσμος έφτασε σε επίπεδο απόλυτης έκστασης ακολουθώντας πιστά τα ρυθμικά στοιχεία του κομματιού. Δραματικοί ήχοι από ένα άλλο σύμπαν, επιθετικοί και ταυτόχρονα όμορφοι που τεστάρουν τα όριά σου και μοιάζουν να σε τιμωρούν. Όσο περνούσε η ώρα, οι ήχοι γίνονταν όλο και περισσότερο δυνατοί και σκληροί και δημιουργούσαν ένα χάος στο μυαλό μου, ενώ σε κάποια στιγμή συνειδητοποιώ πως κοιτάω αποστασιοποιημένη την επιβλητική φιγούρα του Ben Frost και πραγματικά έχω εντυπωσιαστεί από όλο αυτό το ιδιοφυές χάος που προέρχεται από το μυαλό αυτού του ανθρώπου.
Η συναυλία τελείωσε με μια έντονη υπερκινητικότητα στο χώρο και τους σκληρούς ήχους να προσπαθούν να διαλύσουν ό,τι έχει απομείνει μέσα μου, με τον κόσμο να βρίσκεται σε μια ευφορική κατάσταση και την ύπαρξη μιας αλλόκοσμης και κομψής σύνθεσης ήχων που σου δείχνουν μια διαφορετική οπτική, πως μπορεί να γεννηθεί ομορφιά μέσα από την αποσύνθεση. Πραγματικά ότι και να πω δεν θα καταφέρει να πλαισιώσει με λέξεις το πώς βίωσα την χθεσινοβραδινή εμπειρία, όσοι όμως βρέθηκαν εκεί είμαι σίγουρη πως θα συμφωνήσουν ότι σίγουρα ήταν μια εντυπωσιακή και υπνωτική μουσική βραδιά για την οποία θα μιλάμε ενδεχομένως για πολύ καιρό ακόμα.