Η ζωή του Jackson C. Frank θυμίζει σενάριο βγαλμένο από δραματική καλτ ταινία. Ο ίδιος, ένας καλλιτέχνης ‘χτυπημένος’ από τη μοίρα, όπου παρά τις άριστες προοπτικές του δεν κατόρθωσε ποτέ να αναρριχηθεί στα ύψη της μουσικής αναγνωρισιμότητας που του άξιζε. Ένας γνωστός-άγνωστος , του οποίου το έργο αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τη βρετανική φολκ των 60’s και άσκησε σημαντική επιρροή σε καλλιτέχνες όπως ο Paul Simon, η Sandy Denny κι ο Nick Drake μεταξύ άλλων.
Οι συνθέσεις του γλυκές και μελαγχολικές , χαρακτηρίζονται πάντα από μια διακριτική αισιοδοξία. Η χροιά της φωνής του είναι ζεστή και καθησυχαστική , και οι ικανότητες του στην κιθάρα εξίσου αξιόλογες. Οι στίχοι του είναι γεμάτοι συναίσθημα και καθρεφτίζουν την ευαίσθητη ψυχοσύνθεσή του. Ένα από τα πιο γνωστά κομμάτια του , το “Blues Run The Game” , το τίμησαν με διασκευές ιδιαίτερα σημαντικοί μουσικοί όπως ο Simon με τον Garfunkel, κι αργότερα ο Wizz Jones, ο John Mayer, ο Mark Lanegan, o Bert Jansch,η Laura Marling και ο Robin Pecknold (White Antelope).
Ο Frank γεννήθηκε στις 2 Μαρτίου του 1943 στο Buffalo της Νέας Υόρκης. Ωστόσο τα ανέμελα χρόνια της νιότης του δε θα διαρκούσαν πολύ. Όταν ήταν ακόμα έντεκα χρονών, ξέσπασε στο σχολείο του μια τρομερή πυρκαγιά η οποία επέφερε τον θάνατο δεκαπέντε συμμαθητών του, ενώ ο ίδιος νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο με τρομερά εγκαύματα. Η παραμονή του στο νοσοκομείο διήρκεσε επτά ολόκληρους μήνες, κατά τους οποίους ήρθε και για πρώτη φορά σε ουασιαστική επαφή με τη μουσική, όταν ένας καθηγητής του, του προσέφερε ως δώρο μια ακουστική κιθάρα προκειμένου να τον συντροφεύει κατά την περίοδο ανάρρωσής του. Ευχή και κατάρα, η μουσική καθώς και η τραυματική εμπειρία της πυρκαγιάς θα τον στιγμάτιζαν για το υπόλοιπο της ζωής του…
Στα εικοσιένα χρόνια του δέχτηκε μια μεγάλη αποζημίωση από την ασφάλεια του που ξεπερνούσε τα 100,000$, ένα πόσο αρκετό για να του εξαφαλίσει ένα ταξίδι στην Αγγλία. Ο Frank,ήδη αναγνωρισμένος στους φολκ κύκλους, συνεργάστηκε με τον Paul Simon , τον οποίο είχε γνωρίσει μέσω της τότε κοπέλας του Sandy Denny, προκειμένου να ηχογραφήσει το ομώνυμο ντεμπούτο άλμπουμ του. Το μέλλον του φάνταζε λαμπρο. Η μουσική του στην αρχή έδειχνε να είναι ιδιαίτερα αρεστή στον κόσμο, ο ίδιος έπαιζε συχνα gigs σε φολκ κλαμπ, τα τραγούδια του προωθούνταν μέσω ραδιοφώνου και οι κριτικές που λάμβανε ήταν θετικές. Δεν άργησε όμως να εκδηλώσει τα πρώτα δείγματα της ψυχικής ασθένειας που θα τον βασάνιζε για πολλά ακόμα χρόνια. Το 1966 η δημιουργικότητά του είχε παγώσει λόγω της κατάθλιψης του, ενώ τα χρήματα της αποζημίωσης τελείωναν σε ταχύτατους ρυθμούς. Μοναδική λύση για τον Jackson Frank ήταν να επιστρέψει στη Νέα Υόρκη.
Κατά την παραμονή του στο Woodstock παντρεύτηκε την Elaine Sedgwick, ένα πρώην μοντέλο , με την οποία απέκτησε ένα γιο και μια κόρη. Ο γιος του έπασχε από κυστική ίνωση και σύντομα πέθανε. Ο θάνατος του γιού σε συνδυασμό με την επακόλουθη κατάρρευση του γάμου του, είχε τραγικές επιπτώσεις στην ψυχική του υγεία με αποτέλεσμα να πέσει σε βαθιά κατάθλιψη και να αποφασίσει τον εγκλεισμό του σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα. Όταν βγήκε από το ίδρυμα, επέστρεψε στο πατρικό του σπίτι, όπου ζούσε με τους γονείς του και τα λιγοστά χρήματα που του επέφεραν οι δίσκοι του. Το 1984 η μητέρα του νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο για εγχείριση ανοιχτής καρδιάς. Όταν επέστρεψε σπίτι, ο Jackson Frank είχε εξαφανιστεί… Σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να αναβιώσει τη μουσική του κατέφυγε στη Νέα Υόρκη, περιπλανιόταν στους δρόμους, αναζητώντας τον Paul Simon.. H τύχη ωστόσο δεν τον ευνόησε με αποτέλεσμα να μείνει άστεγος, κοιμόταν στα πεζοδρόμια, ενώ κατά διαστήματα επέλεγε τον ψυχιατρικό εγκλεισμό του.
Στις αρχές των 90’s όταν ο Frank βρισκόταν σε άθλια κατάσταση, λαμβάνοντας ιατρική περίθαλψη για σχιζοφρένεια και χρόνια κατάθλιψη, ένας οπαδός του, ο Jim Abbott τον εντόπισε κι έπεισε τον καθηγητή μουσικής του Mark Anderson, παλαιό γνωστό του Frank, να συνεργαστεί μαζί του. Ο Abbott φρόντισε επίσης να του βρει στέγη στο Woodstock. Ωστόσο, η κακή τύχη επρόκειτο για άλλη μια φορά να χτυπήσει τον Frank, αφού κάτι μικρά παιδιά που έπαιζαν με αεροβόλα τον πέτυχαν,με αποτέλεσμα να χάσει την όραση του από το αριστερό μάτι. Ωστόσο ακόμα κι αυτό δεν σταμάτησε τον Frank. Kατά την παραμονή του στο Woodstock ηχογράφησε ορισμένα demo μαζί με τον Abbott, τα οπόια κυκλοφόρησαν σε επανέκδοση με κομμάτια των 70’s, όμως και πάλι δεν έκαναν επιτυχία. Κυκλοφόρησε επίσης και την ανθολογία “Blues Run The Game” που περιλάμβανε όλα τα προγενέστερα demos του, από την δεκατία των ’60s μέχρι των ’90s. O Jackson C. Frank πέθανε στις 3 Μαρτίου 1999 από ανακοπή καρδιάς. Μπορεί να μην γνώρισε ο ίδιος ποτέ τη φήμη που θα του άρμοζε, ωστόσο άφησε πίσω του ένα έργο που ο καθένας μας μπορεί – έστω και καθυστερημένα – να απολαύσει.