Γράφω-σβήνω, γράφω-σβήνω… στο repeat. Κάπως έτσι έχουν περάσει οι τρεις τελευταίες μέρες που ακολούθησαν το live της Cat Power. Μια τάξη δυσκολεύεται να επιβληθεί στις συγκεχυμένες σκέψεις μου και η σύνταξη ενός κειμένου φαντάζει σχεδόν αδύνατη. Τα συναισθήματα που με διακατέχουν είναι φθινοπωρινά, χρωματισμένα σε απαλές αποχρώσεις του γκρί και μια ισχυρή αίσθηση του ανικανοποίητου φιγουράρει στην ψυχή μου…
Ανταπόκριση: Μαρίλη Κουλολιά / Φωτογραφίες: Αθηνά Παπαγιάννη
Για να μην ξεφύγω ωστόσο από τις τυπικές φόρμες, θα ξεκινήσω με την γλυκύτατη Nalyssa Green, η οποία άνοιξε τη συναυλία. Δυστυχώς, δεν πρόλαβα ολόκληρο το set της – μονάχα τα τρία τελευταία κομμάτια. Ωστόσο μου εντυπώθηκε μια ιδιαίτερα θετική εικόνα. Η φωνή της είναι γλυκιά και “δένει” μοναδικά με το αγγελικό παρουσιαστικό της. Οι μελωδίες της κειμένονται μεταξύ pop και folk, ενώ χρωματίζονται και αποκτούν μια ιδιαιτερότητα μέσω των ψυχεδελικών στοιχείων που αναδύονται μέσα απ’τον ήχο της. Με μια στάση σεμνή και συνάμα καθηλωτική, αποτέλεσε την κατάλληλη επιλογή για να προθερμάνει το κοινό.
Κατά τις δέκα και μισή ανέβηκε στη σκηνή η Cat Power. Το Fuzz ήταν κατάμεστο, ο κόσμος φάνταζε σαν ένα πολύχρωμο κολλάζ – άντρες, γυναίκες, νέοι, μεσήλικες. Όλοι, εκεί, παραταγμένοι προκειμένου να γευτούν ένα μέρος της ευαίσθητης και γλυκόπικρης ψυχοσύνθεσης της Chan. Η ίδια, ως μια καλλιτέχνιδα που αναζητά και επιθυμεί τη συναισθηματική και ψυχική αλληλεπίδραση με το κοινό της, ήρθε οπλισμένη με την κιθάρα και το πιάνο της προκειμένου να μας προσφέρει μεγάλες συγκινήσεις, ωστόσο οι συνθήκες δεν ήταν κατάλληλες και αυτή της η επιθυμία χάθηκε στο κενό. Παρά το γεγονός ότι η Chan ήταν έγκυος, ο κόσμος ‘φούμαρε’ ακατάπαυστα, δύο άτομα λιποθύμησαν, ο ήχος ήταν απαράδεκτος και η πρωταγωνίστρια της βραδιάς έκανε πάυσεις ανάμεσα στα τραγούδια της -αλλά και κατά τη διάρκειά τους- προκειμένου να παραπονεθεί. Παράπονα που κάλυπταν μια ευρύτατη γκάμα θεμάτων όπως η σύγχρονη εποχή, οι πόνοι της εγκυμοσύνης και η κακή ποιότητα του ήχου. Παράγοντες που συνέβαλαν στο να γίνεται η συναυλία όλο και πιο κουραστική. Μετά από κάποιο σημείο ο κόσμος άρχισε να αδιαφορεί, οι θεατές συζητούσαν μεταξύ τους ή ασχολούνταν με τα κινητά τους και κατά τις δώδεκα ο συναυλικός χώρος ξεκίνησε σταδιακά να αδειάζει. Η Chan βλέποντας την αντίδραση του κόσμου και γνωρίζοντας πως σε αυτές τις περιπτώσεις ο κόσμος είναι καλός κριτής, υιοθέτησε ένα απολογητικό ύφος. “Ι’m doing my best here, even though I know it doesn’t look like it” είπε, και συνέχισε το set της, για τους εναπομείναντες, πραγματικούς, θαυμαστές της. Η αλήθεια είναι πως από την πολύωρη παραμονή της επι της σκηνής (δυόμιση ώρες διήρκεσε το live), επιβεβαιώνεται και η προαναφερθείσα δήλωση της, όντως προσπαθούσε, αλλά κάπου ανάμεσα της και του μεγαλύτερου μέρους του κοινού είχε διαμορφωθεί ένα χάσμα.
Εγώ ωστόσο δηλώνω απογοητευμένη, και αυτό γιατί η Cat Power μου αρέσει, πολύ. Η Chan ανήκει στην κατηγορία των καλλιτεχνών που έχουν την ικανότητα να “τρυπώνουν” στη ψυχή σου. Ο υποτονικός δυναμισμός της μουσικής της σε τραντάζει, διεισδύοντας στον συναισθηματικό σου κόσμο, αποκαλύπτωντάς σου τον δικό της. Αυτή η συναισθηματική σύνδεση στην προκειμένη συναυλία δεν επιτεύχθηκε ούτε στο ελάχιστο, αλλά έμεινε επιφανειακή. Ποιον όμως να πρωτοκατηγορήσεις; Τον κόσμο, που δεν επέδειξε τον κατάλληλο σεβασμό; Τη διοργάνωση, που δεν είχε φροντίσει να είναι ο χώρος καταλλήλως διαμορφωμένος για μια ακουστική συναυλία; Ή την Chan, που η ιδιότροπη ιδιοσυγκρασία της την κατηύθυνε σε μονοπάτια που θα έδιναν μια πιο δυσάρεστη νότα στη συναυλία; Θα μπορούσαμε να κατηγορήσουμε τους πάντες ή και κανέναν. Αλλά όπως και να’χει, όλους μάλλον μας άφησε με ανάμεικτα συναισθήματα, ή τουλάχιστον, έτσι συνέβη σε μένα…