Τα τελευταία χρόνια είμαστε μάρτυρες μιας αναγέννησης και αναβίωσης της μουσικής κουλτούρας της δεκαετίας του 70′. Μιας δεκαετίας η οποία ανέδειξε συγκροτήματα θρύλους που έβαλαν τις βάσεις για να γεννηθεί μετέπειτα το κίνημα του οccult rock, όπως για παράδειγμα: οι Black Sabbath, Coven και Black Widow.
Το 2011 ο Lee Dorian (τραγουδιστής των Cathedral) ανέφερε στην εφημερίδα The Guardian πώς: ” Όταν παρακολουθείς κάποιο τηλεοπτικό υλικό απο τη δεκαετία του 60′ ή του 70′, πηγαίνοντας σε μια συνάντηση μιας μυστικιστικής ομάδας ήταν σαν να πηγαίνεις αντίστοιχα σε μια λέσχη βιβλίου ή σε μια τάξη για πλέξιμο και αυτό διότι ήταν κάτι κοινό… Οι άνθρωποι εκείνη την εποχή δεν είχαν internet ή παιχνίδια για τον υπολογιστή. Τα παιδιά διάβαζαν Tolkien και Dennis Wheatley ή έβλεπαν ταινίες τρόμου. Ήταν απλά στο κλίμα της εποχής, υποθέτω…”.
Κατ’ αρχάς, πριν κάνουμε την αναδρομή στις ρίζες του Occult Rock πρέπει να ξεκαθαρίσουμε και τί σημαίνει ο όρος “Occult Rock”. H λέξη προέρχεται απο την λατινική λέξη “occultus”, που σημαίνει απόκρυφο, κρυμμένο μυστικό. Στην περίπτωση μας ο όρος occult αναφέρεται στην γνώση των απόκρυφων μυστικών. Eπιπλέον περιγράφει μια σειρά απο μαγικές κάστες, ένα μεγάλο κομμάτι ιστορικής λογοτεχνίας και πνευματικής φιλοσοφίας που σχετίζεται με το θέμα αυτό. Αν και θα χαρακτηριζόταν ως ιδιαίτερα ευρεία και νοθευμένη ορολογία σε πολλούς τομείς – όπως το πιο γνωστό μέρος του σατανισμού που χαρακτηρίζεται κυρίως απο τον λαϊκισμό που παρουσιάζει – εμείς αναφερόμαστε στον περισσότερο ιστορικό/λογοτεχνικό τομέα του occult που επηρέασε και τις μπάντες ορόσημα για το occult Rock.
Αν μπορούσαμε να θέσουμε μια εναρκτήρια περίοδο για την εξέλιξη του occult Rock αυτή θα ήταν με την πρώτη κυκλοφορία των Black Sabbath (13 Φεβρουαρίου του 1970, ημέρα Παρασκευή). Ήταν κάπου ανάμεσα στο 38″ και το 39″ δευτερόλεπτο του δίσκου που το πρώτο riff των Black Sabbath ήχησε και άνοιξε το δρόμο για την “αριστερή ατραπό” της μουσικής σκηνής της Rock. Παρ’όλα αυτά οι ίδιοι οι Sabbath δεν είχαν τέτοιες προθέσεις. Ίσως όπως όλοι οι υπόλοιποι να είχαν επηρεαστεί απο το κύμα φρενίτιδας που είχε ξεσπάσει, ιδιαίτερα στην Αγγλία, με τα βιβλία, τις ταινίες και πόσο μάλλον τις μικρές μυστικιστικές οργανώσεις που είχαν διαδωθεί κατά πολύ εκείνη την εποχή. Αργότερα, το 1971, οι Βρετανοί Comus κυκλοφόρησαν κάτι πολύ διαφορετικό (“First Utterance”, 1971), με πιο ατμοσφαιρική και pagan ατμόσφαιρα και μουσικό υπόβαθρο, το οποίο παρέπεμπε σε μυστικιστικά μονοπάτια.
Επιπλέον, το 1969 μια μπάντα ονόματι Jacula κυκλοφόρησε το album “In Cauda Semper Stat Venenum”. Οι τότε άσημοι Jacula απο την Ιταλία, με τον συγκεκριμένο δίσκο αποτέλεσαν και αυτοί βάση για το occult rock, σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα. Το χαοτικό κλίμα του δίσκου μαζί με την απόκοσμη συνεργασία του Antonio Bartoccetti και της Doris Norton σε αυτήν την μουσική μαύρη τελετουργία, ολοκληρώνει ένα ερεβώδες δημιούργημα στην μουσική σκηνή της εποχής. Σκοπός τους; Όχι απλά τραγούδια… Αλλά διθυράμβους σε Αυτόν που βρίσκεται πολύ βαθειά μέσα στο Σκότος.
Xιλιόμετρα μακριά απο την σκοτεινή Αγγλία, στην Αμερική, οι Coven το 1969 κυκλοφορούν το πολύβουο, στον χώρο: “Witchcraft Destroys Minds And Reaps Souls” αναδεικνύοντας το σκοτεινό άστρο της Jinx Dawson και φυσικά, δίνοντας το έναυσμα οι μουσικοί να ασχοληθούν περισσότερο με τις καθαρά -πια- “σατανιστικές” επιρροές στην μουσική καθώς αυτό ήταν που πρέσβευαν και “διαφήμιζαν” και οι ίδιοι οι Coven.
Παρόμοια -και ίσως πιο “heavy”- δουλειά από τους Coven είχαν κάνει και οι Salem Mass με το album τους “Witch Burning”, το 1971.
Βέβαια θα μπορούσαμε να αναφερθούμε εκτενέστερα και σε άλλες μπάντες όπως στους θρυλικούς Black Widow αλλά ο συνδυασμός του μυστικισμού και της μουσικής γι’ αυτούς κράτησε μόνο για ένα δίσκο (“Sacrifice”, το 1970). Φημολογείται, μάλιστα, ότι οι ίδιοι οι Black Widow, για τα live που ακολούθησαν μετά την κυκλοφορία του δίσκου, συμβουλεύτηκαν τον Orrel Alexander Sanders (Άγγλος μυστικιστής και αρχιερέας της θρησκευτικής παγανιστικής κάστας των Wicca).
Ουσιαστική επαφή με τον μυστικισμό όμως είχαν μπάντες, όπως οι προαναφερθέντες Jacula και ο τραγουδιστής τους Antonius Rex (Antonio Bartoccetti), οι Zior με τον Keith Bonsor και ίσως οι Coven.
Οι Zior αποτέλεσαν μια μπάντα η οποία προκάλεσε αρκετή εντύπωση ειδικά με τον δεύτερο δίσκο της “Every Inch A Man”, που μαρτυρά τα “ενδιαφέροντα” των μελών της και δίνει μια άλλη χροιά στα live τους, αποτελώντας μέχρι και φόβητρο για κάποιους, λόγω άγνοιας.
Ακολούθως πρέπει να αναφερθεί πως μερικά μέλη των Zior, ίδρυσαν τους κατά πολύ αμφιλεγόμενους Monument, οι οποίοι για αρκετά χρόνια δεν γνωστοποιούσαν τις “ρίζες” τους. Το μοναδικό album που κυκλοφόρησε απο τους Monument ονομάζεται: “First Monument” και παρ’ όλη την αμφισβητούμενη αξία του αποτελεί ιστορικό album, για το είδος.
Συνεχίζοντας, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε τους αξιόλογους Ιάπωνες: “Flower Travellin’ Band”, οι οποίοι θυμίζουν κατά πολύ το σημερινό occult doom, ειδικά στο album τους “Satori” (1971), τους υποτιμημένους, Sir Lord Baltimore, με το album τους “Kingdom Come” (1970), τους Lucifer’s Friend με το ομώνυμο album τους (1970) και φυσικά τους Pagan Altar οι οποίοι εμφανίστηκαν πολύ αργότερα, γύρω στο 1978.
Εξαιρετικό παράδειγμα αποτελούν και οι Wicked Lady, οι οποίοι ήταν πολύ μπροστά απο την εποχή τους (1968). Παρ’ όλα αυτά ποτέ δεν κυκλοφόρησαν επίσημα album κατά τα ενεργά χρόνια τους και η δουλειά τους κυκλοφόρησε το 1994 με ένα album ονόματι: “The Axeman Cometh”.
Ακολουθώντας τα βήματα των προηγούμενων αλλά και με δικές τους πρωτοβουλίες δημιουργήθηκαν και οι Stone Bunny ή αλλιώς Space Meat (1970). Στην συγκεκριμένη μπάντα είχε κάνει την πρώτη του εμφάνιση ο Bobbie Liebling των Pentagram, σε μικρή ηλικία.
Προχωρώντας πια απο το 1970 και μετά παρατηρείται αύξηση των εν λόγω συγκροτημάτων και κάνουν την εμφανισή τους και οι Pentagram οι οποίοι έγιναν γνωστοί περίπου μια δεκαετία απο την πρώτη κυκλοφορία των demo τους, με το “First Daze Here”.
Τέλος, ιδιαίτερη αναφορά θα έπρεπε να γίνει στους Paternoster, οι οποίοι παρά το “εκκλησιαστικό” μουσικό υπόβαθρο τους, οι στίχοι τους έχουν κάτι το διαφορετικό…kάτι το οποίο αξίζει να παρατηρήσει κανείς. Η θλίψη που αναδύεται απο τους στίχους με την τρομερά λακωνική έκφραση σχεδόν προκαλλούν ένα κλίμα ερεβώδους μυστικισμού στον ομώνυμο δίσκο τους (1972).
Ολοκληρώνοντας με τους ιερούς προπάτορες του occult rock, μετά απο αρκετές δεκαετίες υπάρχουν ακόμα μπάντες οι οποίες κράτησαν ζωντανό εκείνο το μειλίχιο σκοτεινό συναίσθημα, εξελίσσοντας το και δημιουργώντας, πια, επίσημα το συγκεκριμένο κίνημα
Μια πολύ καλή εξέλιξη του ήχου των Sabbath πριν τους δίσκους “Technical Ecstasy” και “Never Say Die” αποτελούν οι Orchid, οι οποίοι απο το 2009 με το EP “Through the Devil’s Doorway”, έχουν αναβιώσει πλήρως τον παλιό καλό ήχο των Sabbath με δικές τους προσωπικές πινελιές που τους κάνουν να ξεχωρίζουν.
Με το album τους “Βlood Ceremony” (2008) αλλά και το “Living With the Ancients” (2011), οι Blood Ceremony αποτέλεσαν και αποτελούν μεγάλη και άξια δύναμη στον χώρο του Occult Rock.
Παρεμφερείς μπάντες είναι οι Jex Thoth, οι Jess and the Ancient Ones και οι Devil’s Blood όπου αποτελούν, επίσης κορυφές στο είδος. Οι Jex Thoth με την κοκκινομάλλα ιέρεια Jessica Toth κυκλοφόρησαν το πρώτο τους album το 2008 με αρκετή απήχηση και αργότερα συνεργάστηκαν και με τους Pagan Altar. Η Jessica συνεργάζεται και με τους Sabbath Assembly οι οποίοι παρά την δίσημη σημασία των στίχων τους, μπορούν να καταταχθούν στο οccult rock, με το album τους “Restored to One”(2010).
Επίσης, οι Jess and the Ancient Ones κινούνται σε παρόμοια ρότα απο το 2010 και έγιναν γνωστοί με την κυκλοφορία του album “Jess and the Ancient Ones” το 2012. Μέσα στο 2008, οι Devil’s Blood χωρίς tabboo και με μια frontwoman η οποία προκαλούσε δέος με τις εμφανίσεις και την φωνή της, κυκλοφόρησαν τον πρώτο τους δίσκο “Come, Reap EP” ο οποίος τους άνοιξε τον δρόμο να μεγαλουργήσουν και να αφήσουν ανεξίτηλα την σφραγίδα των Devil’s Blood σε κάθε έναν που θα μπορούσε να ασχοληθεί μαζί τους.
Το 2010, η μπάντα φαινόμενο, οι Uncle Acid & the Deadbeats προκάλεσαν θετικές αντιδράσεις με τον δίσκο τους “Blood Lust”, ο οποίος αποτελεί απο τους καλύτερους της δεκαετίας -κατά την προσωπική μου άποψη-. Εμπνευσμένοι απο cult horror movies (όπως φαίνεται και στο εξώφυλλο του “Blood Lust”) και γενικότερα γοητευμένοι από την ρίγη της “ανθρώπινης φρίκης” δημιουργούν -όπως έχουν περιγράψει και οι ίδιοι- ένα συνοθύλευμα από τον ήχο της αρχικής μπάντας του Alice Cooper, που jammάρει σε ένα κελί με τους Black Sabbath (τη δεκαετία του 1970) και τους Stooges.
Νωρίτερα απο την “έκρηξη” του 2008, το 2004, οι Witchcraft κυκλοφορούν τον ομώνυμο δίσκο τους και συνεχίζουν μέχρι και το 2012 με μια σειρά απο εκπληκτικές κυκλοφορίες με αλλαγές στη μουσική τους ανάμεσα στο “Firewood” (2005) και το “Τhe Alchemist” (2007).
Άλλες εξαίσιες κυκλοφορίες που τιμούν με κάθε τους κομμάτι το είδος είναι οι: Burning Saviours με το Hundus(2006) και τον “ύμνο”: “Lilly Marion”, οι γερμανοί Kadavar με το “Kadavar”, οι -υπο την σκιά του Crowley, “ευλογημένοι”- Orne με το album “Τhe Conjuration By the Fire”, οι “Noctum” με το album “Seance”(2010), oι Αμερικανοί Bloody Hammers – που θυμίζουν μια πιο “βαριά” version των Uncle Acid & the Deadbeats -, οι Year of the Goat με ένα εξαίσιο μουσικό ιστορικό απο το 2011 μέχρι σήμερα και φυσικά οι θεατρικοί Ghost οι οποίοι έχουν προκαλέσει κύμα θαυμασμού και έκπληξης σε ολόκληρο τον κόσμο με την μουσική τους και φυσικά με τις live εμφανίσεις τους.
Ολοκληρώνοντας αυτή την μικρή αναδρομή και φθάνοντας -περιληπτικά- μέχρι την σημερινή εποχή θέτουμε μια ερώτηση όπως την διατύπωσε και ένας απο τα Nameless Ghouls των Ghost: “Do we believe in the Devil? The most important thing is that the Devil believes in us…”, κάτι το οποίο επαληθεύεται στα βάθη απο τις κοπές των δίσκων που προαναφέρθηκαν και θα συνεχίσει να επαληθεύεται μέχρι να “δύσει” ο άνθρωπος.