Είναι ο ξυπόλητος τύπος με το κάπως φιλαριστό καρέ μαλλί και το κοκάλινο γυαλί. Εκκεντρικός, υπερήφανος, jazz και intellectual. Είναι ο βασικός υπεύθυνος των Porcupine Tree, όταν δεν επιδίδεται στη solo καριέρα του. Είναι ο “the king of prog rock” και ένας από τους 15 καλύτερους progressive κιθαρίστες ever (Guitar World magazine), υποστηρικτής της progressive, προφανώς επηρεασμένος από την 80’s σκηνή (included Kate Bush), οραματιστής με την sophisticated pop, πειραματιστής με την ambient, τη funk και την ψυχεδέλεια. Μία art-ια underground φιγούρα που παίρνει ρόλους, εμπνέεται από τον άνθρωπο και κατέχει ένα κρυφό πάθος για film making.
Από την ηλικία των 8 ανακάλυψε το ενδιαφέρον του ως προς τη μουσική. Αν και παράτησε τα μαθήματα κιθάρας (μάλλον λόγω εφηβικής άρνησης και εναντίωσης ως προς τη γονική φιγούρα), σχεδόν αυτοδίδακτος, κατάφερε να δαμάσει όχι μόνο την κιθάρα αλλά και το μπάσο, την autoharp (αυτόματη άρπα), το hammered dulcimer (έγχορδο της folk) μα και το φλάουτο. Εκτός από πολυοργανοπαίχτης, είναι και τραγουδιστής, συνθέτης, μουσικός παραγωγός. Δηλώνει άθεος και vegetarian. Η πίστη και η αφοσίωση στο μουσικό του έργο υπερτερεί της ανάγκης του για δημιουργία οικογένειας. Στόχος του να μπαίνει στο πετσί του κάθε χαρακτήρα χωρίς να εκφράζει γνώμη παρά το γεγονός.
Γεννημένος το 1967 στo Λονδίνο της Αγγλίας με επιρροές από Pink Floyd μέχρι Abba δεν άργησε να εμπλακεί και να συμμετέχει ενεργά σε συγκροτήματα (στα 15 του κιόλας χρόνια παρέα με τον Simon Vockings και λίγο αργότερα με μία μπάντα υπό το όνομα Atlamont ). Από τις πρώτες επιτυχίες που έλαβε ήταν με τους No Man (ένα τρίο που περιείχε και βιολί). Τριγύρισε από τη dance και trip hop ηχοκουλτούρα. Δοκίμασε το ταλέντο του στα πλήκτρα με τους Pride Of Passion (Blazing Apostles) και ενώ παίζει ήδη με τους Porcupine Tree δε σταματά να την ψάχνει με διάφορα projects (I.E.M., Bass Communion, Blackfield, Storm Corrosion) και να κυκλοφορεί μια σειρά από cd singles κάτω από το όνομά του. Συνεργάζεται ακόμα με τους Opeth, τη Yoko Ono, τον Klaus Schulze, τους Dream Theater, The Anathema, Caravan και άλλους.
Το Νοέμβρη του 2008 κυκλοφορεί το πρώτο του official solo album “Insurgentes”. Ακολούθησαν οι “Grace For Drowning” (2011), “The Raven That Refused To Sing (And Other Stories) (2013), “Hand. Cannot. Erase.” (2015), “To The Bone” (2017). Στην αντίληψή μου έχει πέσει και το “Last Day Of June” (Original Game Soundtrack), καθώς και κάποια compilation albums (όπως τα “Cover Version” και “Transience”), κάποια live albums, ΕPs, singles και οι δημιουργίες 5.1 surround sound mixes (ανάμεσα τους και οι συνεργασίες με τους Jethro Tull και King Krimsom).
Πηγή έμπνευσης; Ο άνθρωπος. Ήττες και νίκες, νιότη και θάνατος. Οι συνήθειες, οι αδυναμίες, οι επιθυμίες και οι στόχοι στο προσκήνιο. Η ανταγωνιστικότητα και η κυριαρχία κόντρα σε συντροφικότητα, στοργή και τρυφερότητα στην κεντρική σκηνή. Οι ιστορίες του εικόνες από σκηνές – στιγμές, που αντανακλούν την απώλεια, τη μανία της συλλογής άχρηστων αντικειμένων, την εγκληματικότητα, τον χωρισμό, την έλλειψη επικοινωνίας, την αποξένωση, τις συνθήκες επιβίωσης, τις εμμονές, τις ψυχικές διαταραχές. Με εκλάμψεις από τις χαρές της ζωής (ενίοτε στον έρωτα και πότε στη φιλοσοφία τους) και με μια διαμαρτυρία σε αφηγηματική τεχνική.
Ο Steven Wilson θα εμφανιστεί ζωντανά μπροστά μας στην Τεχνόπολη στις 25 του Ιούλη. Μέχρι τότε, καλές δωματιακές ακροάσεις.